THE FINGERPRINTS OF A DAY

Selection of poems and translations by Leandros Polemakis

Raquel Angel-Nagler



Επιλογή - μετάφραση Λέανδρος Πολενάκης


Μικρό σημείωμα του μεταφραστή

Διαβάζοντας oλόκληρη την τεράστια αγγλόφωνη ποιητική παραγωγή της Raquel Angel-Nagler με περισσότερα από χίλια ποιήματα, ώστε να επιλέξω ποια να μεταφράσω στα ελληνικά για να εκδοθούν σε βιβλίο, βρέθηκα μπροστά σε μια απρόσμενη δυσκολία η οποία δεν αφορούσε τη μετάφραση, αλλά την επιλογή: όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα της Raquel φέρουν τη σφραγίδα της δωρεάς, αριστουργηματικά ως μορφή και ως περιεχόμενο, φαινόμενο σπάνιο και σχεδόν μοναδικό στη σύγχρονη ποίηση. Η επιλογή, έτσι, μπορώ να πω ότι με δυσκόλεψε περισσότερο από τη μετάφραση. Ποια να διαλέξω και ποια να αφήσω; Επέλεξα να σχηματίσω μικρές επί μέρους θεματικές ενότητες, οι οποίες να επικοινωνούν άμεσα με τον κορμό μιας ποίησης επικεντρωμένης στον άνθρωπο, με όλα τα πάθη και τα παθήματά του.
Ως προς τη μορφή τα ποιήματα της Raquel, χαμηλότονα, σε ελεύθερο στίχο πάντα, διαθέτουν εσωτερικό ρυθμό, αρμονία, μουσική και μέτρο, που προσπάθησα να διατηρήσω στην ελληνική τους απόδοση.

Ως προς το περιεχόμενο έχουμε μια ποίηση άμεση και καθημερινή χωρίς περιττά στολίδια ή λογοτεχνικά τεχνάσματα, με λόγο βαθύ, καθαρτήριο, που θητεύει στην καθολική ομορφιά της ζωής με όλα τα βάσανά της, και με ένα υπόστρωμα σοφίας απλά δοσμένο για να μπορεί να αγγίζει όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από χρώμα, έθνος γλώσσα, φυλή και επίπεδο μόρφωσης.

Μια ποίηση που απηχεί τις πρωταρχές του μεσογειακού μας πολιτισμού με τις ιωνικές του ρίζες και επιδιώκει τη σύνθεση των αντιθέτων: αγάπη-μίσος, πόλεμος-ειρήνη, Θεός-μη θεός, άντρας- γυναίκα, σώμα - ψυχή, αμαρτία - εξιλέωση, το ιερό και το βέβηλο, χρόνος - αιωνιότητα, είναι μερικά από τα αντιθετικά σχήματα που κυριαρχούν στην ποίηση της Raquel, σε αναζήτηση στης «παλίντονης αρμονίας» του Ηράκλειτου και και της ενότητας των «Γιν» και «Γιάνγκ» του ΤΑΟ. Για να φιλιώσουν επί τέλους η αγαλήνευτη ψυχή και το ανειρήνευτο σώμα του ανθρώπου. Στο μικρό νυχτερινό ξενοδοχείο του έρωτα, ένα μόνιμα επανερχόμενο μοτίβο στην ποίηση της Raquel, γίνεται η μυστική ένωσή τους:

Όταν μας διώχνουν απ’ το σπίτι μας
Το μικρό ξενοδοχείο τη νύχτα γίνεται άσυλο
Επειδή πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε
Κι επειδή τα σώματα του έρωτα συνεχίζουν τη ζωή μας
Πέρα από τη ζωή μας.
Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω και εδώ σταματώ για να αφήσω να μιλήσει η χειροποίητη και χερουβική συνάμα ποίηση της Raquel, φτιαγμένη από ομοούσια, πρωτογενή υλικά, πηλό και νερό, φως και σκότος, λάσπη και ουρανό.

Λέανδρος Πολενάκης




Η ΓΡΑΦΗ ΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑ

Αφιερωμένο στον Ναζίμ Χικμέτ

Summers, smells of flesh and sweat, and fields of sun.
And, no. The summer didn’ smell like that.
It smelled of hunger,
Because we had only our hands to sell,
And it was not enough.
***
Καλοκαίρια, οσμή από σάρκα, ιδρώτα και λειβάδια
ηλιόλουστα.
Και, όχι, το καλοκαίρι δεν μύριζε έτσι.
Μύριζε πείνα,
Επειδή είχαμε μόνο τα χέρια μας να πουλήσουμε,
Και αυτό δεν ήταν αρκετό.
***
Someone could die tonight.
Someone could walk towards death
With shoes older than his life,
And die, and also the death would be older than his life.
The sizzling of the gun in his pocket,
And a cigarette that was never lit, because there were no
matches,
And the only fire was the bullet.
***
Κάποιος μπορούσε να πεθάνει απόψε.
Να βαδίσει στον θάνατο
Με παπούτσια πιο παλιά απ’ τη ζωή του,
Να πεθάνει, κι ο θάνατός του να είναι επίσης πιο παλιός απ’ τη ζωή του.
Το άχνισμα του όπλου μες στην τσέπη του
Κι ένα τσιγάρο που ποτέ δεν άναψε, επειδή δεν υπήρχαν
σπίρτα.
Μόνη φωτιά η σφαίρα.
***
We see ourselves
In the eyes of our friends.
There are no other mirrors in war.
And we see the broken glasses in the eyes,
Because also mirrors die,
And they shoot mirrors all the time,
Because they are a threat.
***
Βλέπουμε τον εαυτό μας
Μες στα μάτια των φίλων μας.
Δεν έχει άλλους καθρέφτες ο πόλεμος.
Βλέπουμε τα σπασμένα γυαλιά μες στα μάτια,
επειδή πεθαίνουν κι οι καθρέφτες.
Πάντα βάζουν στο σημάδι τους καθρέφτες
επειδή είναι μια απειλή.
***
We walk, and the feet are strange,
As if they were not our own,
And the hands anchor us to the air.
The hands that looked beneath your hair, for your head,
Softly, infinitely soft,
And for your touch beneath your fingers.
And the hands go to the war, and the feet,
And your hair and your touch.
***
Βαδίζουμε και νιώθουμε τα πόδια ξένα
Σαν να μη μας ανήκουν.
Και τα χέρια μας γαντζώνονται στον αέρα.
Τα χέρια που αναζητούν το κεφάλι κάτω απ’ τα μαλλιά σου,
Απαλά, με απέραντη τρυφερότητα
Και το άγγιγμά σου πέρα από τα δάχτυλά σου.
Και τα χέρια παν στον πόλεμο, και τα πόδια
Και τα μαλλιά σου, και το άγγιγμά σου.
***
The stars were old
When earth was a child,
And the stars are high, infinitely high,
And the earth is low, a sleeping child.
But when they shoot us at the wall,
The earth Is tall, very tall,
As tall as a man who was shot.
***
T’ αστέρια είχαν γεράσει
όταν η γη ήτανε παιδί.
Και τ’ αστέρια είναι ψηλά, πολύ ψηλά,
Και η γη χαμηλά, ένα παιδί που κοιμάται.
Μα όταν μας στήνουνε στον τοίχο, τότε η γη
Ψηλώνει, όλο ψηλώνει, ώς ένα αντρίκιο μπόι
τουφεκισμένου.
***
The wind is as thick as earth,
And we have to shout with an infinite voice
In order to be heard.
And someone says: your shout will burn you.
But if my shout wouldn’t burn
The ash we’ll become one day
Will mean nothing.
***
Ο αέρας είναι πυκνός όσο η γη
Και πρέπει να κραυγάζουμε ατελείωτα δυνατά για να
ακουστούμε.
Και κάποιος λέει: η κραυγή σας θα σας κάψει.
Μα, αν δεν έκαιγε η κραυγή μας,
Τότε η στάχτη που θα γίνουμε μια μέρα.
Τίποτα δεν θα σημαίνει.
***
Maybe the yesterday was too early
And the tomorrow too late,
And the only moment is today.
But we don’t know or we forget it.
And we dream in the too early or in the too late.
***
Ίσως το χθες να ήταν πολύ νωρίς
Και το αύριο πολύ αργά
Και η μόνη στιγμή το σήμερα.
Μα δεν το ξέρουμε, ίσως το ξεχνάμε
Και ονειρευόμαστε στο πολύ νωρίς ή στο πολύ αργά.
***
Μay be history
Is the story of hands, and what hands made,
And it is also the story of those
Who ate what those hands made,
And it wasn’t enough, so they ate also the hands.
The humble hands, the infinite hands.
***
Ίσως η ιστορία
Να είναι η ιστορία των χεριών κι ό,τι έφτιαξαν τα χέρια.
Είναι επίσης η ιστορία
όσων έφαγαν ό,τι έχουν φτιάξει τα χέρια,
Μα δεν αρκούσε, έφαγαν και τα χέρια.
Τα ταπεινά, τα άπειρα χέρια.
***
The stranger left the place where the world ended,
And he left the child.
And after all these years,
The child is still a child, because dead children don’t grow.
And it is sad
Because we don’t remember,
And it is the only thing the child really needs.
***
Ο ξένος άγγιξε το σημείο όπου τέλειωνε ο κόσμος
αφήνοντας το παιδί.
Και ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια
το παιδί είναι ακόμη παιδί, επειδή τα νεκρά παιδιά δεν μεγαλώνουν.
Και είναι λυπημένο
Επειδή δεν θυμόμαστε.
Και είναι το μόνο πράγμα που έχει ανάγκη αληθινά το παιδί.
***
The summer passed like a chidren train,
Whistlings suns and lost dreams.
And it passed too fast to catch the train,
Because the children of the poor
Grow old before they are a child.
***
Το καλοκαίρι πέρασε σαν τρένο παιδικό,
Ήλιοι που σφυρίζουν και όνειρα χαμένα.
Πέρασε πολύ γρήγορα για να προλάβουμε το τραίνο,
Επειδή τα παιδιά των φτωχών
Γερνούν προτού να είναι παιδιά.
***
The road, the dark, the snow, and us.
And we carry to the battle
Our nostalgia, our hopes, our holy hanger our dreams
And the bullets.
And behind, people push us, and the wind,
And the darkness rules everywhere.
And we crawl beneath the dark, beneath the wind,
And we conquer. We can win our life, even though we die.
And life is a cry, an infinite cry,
Which makes everything real.
***
Ο δρόμος το σκοτάδι, το χιόνι και εμείς.
Κομίζουμε στη μάχη
Τη νοσταλγία και τις ελπίδες, την ιερή μας πείνα, τα όνειρα
Και τις σφαίρες.
Και πίσω μας τα πλήθη κι ο άνεμος μάς σπρώχνουν.
Και το σκοτάδι κυβερνά τα πάντα.
Και έρπουμε πίσω απ’ το σκοτάδι, πίσω από τον ανεμο.
Και νικάμε. Μπορεί να κερδίζουμε τη ζωή μας, έστω κι αν πεθαίνουμε.
Και η ζωή είναι μια κραυγή, μια ατέλειωτη κραυγή
Που κάνει αληθινά τα πάντα.
***
Tonight poets are not enough and poems.
Tonight we need the songs of people.
Tonight I am a blind violinist,
The one that sings in the corner of a stree
And my voice is naked, as naked as my eyes.
I sing to you,
I know you cannot hear me,
But maybe others will hear, and will sing you too.
It is winter and it rains ice,
So, you may die before the bullet finds you.
Because you are barefoot as your life, as a small child,
And because the cold is a killer,
And the hunger too,
Maybe you were hungry before,
But no one can get used to hunger.
And it rains ice.
I never saw you and I never will.
But I know you.
Because I Know that what we do is what we are,
And you were there, at the gates of Madrid.
I Know you are a man,
And even if you are small, almost a child,
I Know you are tall,
As tall as life, as love, as hope, as death,
And I Know you are beautiful.
Maybe you were someone else before,
Another place, another name,
But, it doesn’t matter.
I give you a new name,
A name that will know where to find you, at the gates of
Madrid,
And I’ll sing the life that may be beautiful one day
And that is beautiful inside you.
And it will be a song of love.
***
Απόψε δεν αρκούν οι ποιητές, τα ποιήματα.
Απόψε θέλουμε να τραγουδούν οι λαοί.
Απόψε είμαι ένας τυφλός βιολιστής
Αυτός που τραγουδά στη γωνιά ενός δρόμου
Κι η φωνή μου είναι γυμνή, τόσο γυμνή όσο και τα μάτια μου.
Τραγουδώ για εσένα.
Ξέρω ότι δεν μπορείς να με ακούσεις,
Αλλά ίσως με ακούσουν άλλοι και τραγουδήσουν για εσένα.
Είναι χειμώνας, βρέχει πάγο
Και μπορεί να πεθάνεις πριν σε βρει η σφαίρα
Επειδή είσαι με τα πόδια γυμνά, όπως η ζωή σου και όπως ένα μικρό
παιδί.
Κι επειδή το κρύο είναι φονιάς και η πείνα το ίδιο,
Ίσως να είχες πεινάσει πάλι, κάποτε
Μα κανείς δεν συνηθίζει την πείνα
Και βρέχει πάγο.
Ποτέ δεν σε είδα και ούτε θα σε δω ποτέ,
αλλά σε ξέρω
Επειδή ξέρω ότι είμαστε ό,τι κάνουμε.
Και είσαι εκεί, στις πύλες της Μαδρίτης.
Ξέρω ότι είσαι ένας άντρας.
Ακόμα κι αν είσαι χαμηλός σχεδόν σαν παιδί,
Ξέρω ότι είσαι ψηλός,
Ψηλός σαν τη ζωή, σαν την αγάπη, σαν την ελπίδα
Και το θάνατο
Και ξέρω ότι είσαι όμορφος.
Ίσως να ήσουν κάποιος άλλος προηγουμένως,
Άλλος τόπος, άλλο όνομα,
Αλλά δεν πειράζει.
Σου δίνω νέο όνομα,
Ένα όνομα να ξέρει πού θα σε βρει, στις πύλες
της Μαδρίτης.
Και θα τραγουδώ τη ζωή που ίσως γίνει όμορφη μια μέρα,
που είναι όμορφη μέσα σου.
Και που θα είναι τραγούδι αγάπης.
***


THE SHRIEK. MUNK
The mouth is the whole face
And the shriek is the whole life,
Because the silene destroyed the words
And is destroying itsef
Ιn this face. In this mouth
***
ΤΟ ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ. ΜΟΥΝΚ
Το στόμα είναι όλο το πρόσωπο
Και η κραυγή είναι όλη η ζωή,
Επειδή η σιωπή κατέστρεψε τις λέξεις
Και καταστρέφει τον εαυτό της
Σε αυτό τo πρόσωπο. Σε αυτό το στόμα.

***


AN ANCIENT GREEK STATUE OF AN OLD WOMAN
The sadness of the old woman is differerent,
Because everything in her is patient.
The wrinkles, and the cheeks that sunk,
And the neck that held the face for years,
And because everything, the sadness and the patience,
And the wrinkles and the cheeks, and the
neck and the head,
Remember how to forgive.
***
ΕΝΑ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΓΑΛΜΑ ΓΡΑΙΑΣ.
Η λύπη της γριάς γυναίκας είναι διαφορετική,
Επειδή σε αυτήν είναι όλα καρτερικά.
Οι ρυτίδες και τα βουλιαγμένα μάγουλα,
Και ο λαιμός που στήριζε την κεφαλή της χρόνια
Και επειδή όλα, η λύπη και η καρτερία,
Και οι ρυτίδες και τα μάγουλα
Και ο λαιμός και το κεφάλι
Θυμούνται πώς να συγχωρούν.
***


ΕΜΙΝΕ : A STATUE BY ATHANASIA TERTIPI
The cry of the humble is different.
They cover their eyes and their face with their
hands,
In order to protect their pain from the world,
Or, maybe, to protect the world from their pain.
And only the hands, the faceless, nameless
hands that serve us,
The infinite hands
Cry.
***
EMINE : ΕΝΑ ΓΛΥΠΤΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΤΕΡΤΙΠΗ
Το κλάμα των ταπεινών είναι διαφορετικό.
Σκεπάζουν τα μάτια και το πρόσωπο με τα χέρια
Για να προστατεύσουν τον πόνο τους απ’ τον κόσμο
Ή, ίσως, για να προστατεύσουν τον κόσμο απ’ τον πόνο τους
Και μόνο τα δίχως πρόσωπο και όνομα χέρια
που μας υπηρετούν
τα απέραντα χέρια
Κλαίνε.


***
A VASE BY ATHANASIA TERTIPI
The vase is no humble.
It shines in all the colours of the white,
And it holds its neck high,
As if it knew that it were exquisite.
***
ΕΝΑ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΤΕΡΤΙΠΗ
Το αγγείο δεν είναι ταπεινό.
Λάμπει σε όλα τα χρώματα του λευκού
Και κρατάει ψηλά τον λαιμό του
Σαν να ήξερε την ομορφιά του.


***
Maybe the ones who hate themselves
Hate everybody,
And maybe they need to destroy everything
In order to find what they hate
And all they see among the bodies
Is the trace of the One who knows all the
names,
Αnd the terrible fear that hates them.
***
Ίσως αυτοί που μισούν τον εαυτό τους,
να μισούν όλον τον κόσμο,
Και ίσως έχουν ανάγκη να τα καταστρέψουν όλα
Για να βρουν αυτό που μισούν
Και όλα όσα βλέπουν ανάμεσα στα σώματα,
είναι το χνάρι τού Ενός που γνωρίζει όλα τα
ονόματα.
Και ο τρομερός ο φόβος που τους μισεί.
***
We have to go far, in order not to hear that we
were refused,
Because we have a petition for work, for
mercy, and other small things,
and because we were refused in many places,
And in some they didn’t hear us at all.
The truth is that we are humble,
So, they refuse us and we refuse nothing,
And we mop the stains of blood from the floor.
***
Πρέπει να φύγουμε μακριά για να μην ακούσουμε
ότι μας αρνήθηκαν,
Επειδή ζητάμε δουλειά, ευσπλαχνία
και άλλα μικρά πράγματα,
και επειδή μας αρνήθηκαν σε πολλούς τόπους
Και σε μερικούς ούτε καν μας άκουσαν.
Η αλήθεια είναι ότι είμαστε ταπεινοί,
Έτσι μας αρνούνται, και εμείς τίποτα δεν
αρνιόμαστε
Και σκουπίζουμε τις κηλίδες το αίμα από το δάπεδο.
***
At times we inherit inexplicable things:
The old watch with a time that doesn’t existe
anymore,
And an hour that may exist tomorrow, or even
later.
And to think that with these things we have to
build a life.
***
Μερικές φορές κληρονομούμε ανεξήγητα πράγματα:
Το παλιό ρολόι με ένα χρόνο που δεν υπάρχει πια,
Και μιά ώρα που μπορεί να υπάρξει αύριο ή μπορεί
αργότερα.
Και, σκεφτήτε, ότι με αυτά τα πράγματα, πρέπει να
χτίσουμε μια ζωή.
***
We ask what day it is
And they tell us: today
And to think that with such answers
We have to build a life.
***
Ρωτάμε τι μέρα είναι
Και μας λένε: «σήμερα».
Και, σκεφτήτε, ότι με τέτοιες απαντήσεις
πρέπει να χτίσουμε μια ζωή.
***
Each morning
Our sleep is filled up with noise and cries and wooden legs,
And the fog that seems like smoke,
As if the upraising-s and the wars didn’t finish yet.
And only the blind violinist and his violin
Remind us that eternity may be somewhere
else.
***
Κάθε πρωί
Ο ύπνος μας είναι γεμάτος κρότους, κραυγές και ξύλινα
ποδάρια
Και μια ομίχλη που μοιάζει με καπνό,
Λες και οι ξεσηκωμοί και οι πόλεμοι δεν τέλειωσαν ακόμη.
Και μόνο ο τυφλός βιολιστής και το βιολί του
Μας θυμίζουν ότι η αιωνιότητα μπορεί να υπάρχει
κάπου άλλού.
***
The humble have little to leave in their testament.
Maybe a wooden hand, from all the trays they carried
Which is in good shape.
And the evenings, when they were home
And they leafed through the hair of a child
With incredible tenderness.
***
Οι ταπεινοί έχουν λίγα να αφήσουν στη διαθήκη τους.
Ίσως ένα χέρι ξύλινο, απ’ όλους τους δίσκους που κουβάλησαν,
και είναι καλόσχηματισμένο.
Και τα απογεύματα, όταν βρίσκονταν στο σπίτι τους,
Κι ανακάτευαν τα μαλλιά ενός παιδιού
με απίστευτη τρυφερότητα.
***
The room in the old-people house
The number on the door, the bars on the bed,
And the naked sad legs, because the night-
gowns are too short.
This is all that’s left of our mother and all the
Happy meals,
And only the smell of her hands kneading,
her infinite hands,
Remembers.
***
Το δωμάτιο στο γηροκομείο
Ο αριθμός πάνω στην πόρτα, τα κάγκελα του κρεβατιού,
Και τα λυπημένα γυμνά της πόδια, επειδή
τα νυχτικά είναι τόσο κοντά.
Αυτά είναι όσα έμειναν από τη μητέρα μας και από όλα τα ευτυχισμένα
γεύματά μας.
Και μόνο η οσμή απ’ τα χέρια της που ζύμωναν,
τα απέραντα χέρια της,
θυμάται.
***
Beneath our life
There is always aprehistorik village,
But when we use the underground train
We don’t even notice it,
And only feel a strange nostalgia,
Inexplicable and sudden,
And this nostalgia goes far, much further than
the train
***
Πέρα από τη ζωή μας
Πάντα υπάρχει ένα προϊστορικό χωριό,
Μα όταν παίρνουμε το υπόγειο τρένο
Ούτε καν το προσέχουμε
Νιώθουμε μόνο μια παράξενη νοσταλγία,
Ξαφνική, ανεξήγητη,
Και η νοσταλγία πηγαίνει πέρα, πολύ πιο πέρα από το τρένο.
***
The underground train
Like the memory of an old disaster,
The caves, the terrible noise, the earth
trembling,
And the people silent,
Waiting for the new rock that will fall over their
life.
And no one remains the same.
***
Το υπόγειο τρένο
Σαν την ανάμνηση μιας παλιάς καταστροφής,
Οι σπηλιές, ο τρομερός ο θόρυβος, η γη
που τρέμει,
Κι οι άνθρωποι σιωπηλοί,
Περιμένοντας έναν καινούργιο βράχο να πέσει επάνω
στη ζωή τους
Και κανείς δεν μένει πια ο ίδιος.
***


THE MANUSCRIPTS OF A TWILIGHT
ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΕΝΟΣ ΔΕΙΛΙΝΟΥ

When I was a child, we were poor
But everybody was poor, so it was normal
They were survivals from the past,
From a past that was burned in an oven for people
Also the cries at night were normal.
I thought that the dreams of grown – ups cry, always.
I was a child I didn’t know I was the last border
Between them and the oven for people.
Now I know it was not enough.
Some nights when the silence was particulary heavy,
They burned.
***
Όταν ήμουνα παιδί ήμασταν φτωχοί
Μα όλοι ήσαν τότε φτωχοί και ήταν κανονικό.
Ήταν επιζώντες από ένα παρελθόν,
Ένα παρελθόν που το έκαψαν σε φούρνο για ανθρώπους.
Κι οι νυχτερινές κραυγές ήταν κανονικές.
Πίστευα ότι τα όνειρα των πιο μεγάλων πάντα κλαίνε.
Ήμουν παιδί. Δεν ήξερα ότι ήμουν το τελευταίο σύνορο
ανάμεσα σε εκείνους και στο φούρνο για ανθρώπους.
Τώρα ξέρω ότι δεν ήταν αρκετό.
Κάποιες νύχτες, όταν η σιωπή έπεφτε ιδιαίτερα βαριά,
έκαιγαν.
***
We die before we have time to mature,
Before we know the questions that make us old.
Our death is older than ourselves
***
Πεθαίνουμε πριν προλάβουμε να μεγαλώσουμε
Πριν μάθουμε τα ερωτήματα που μας γερνάνε.
Ο θάνατός μας είναι πιο γέρος από εμάς.
***
I Write letters to my dreams
The most beautiful letters
They are so beautiful because they are so true.
It is easy to write your truths.
When you know no one will answer.
***
Στέλνω γράμματα στα όνειρά μου.
Τα πιο όμορφα γράμματα.
Είναι τόσο όμορφα γιατί είναι τόσο αληθινά.
Είναι εύκολο να γράφεις τις αλήθειες σου
Όταν ξέρεις ότι κανείς δεν θα σου απαντήσει.
***
It is not easy to change
The mornings, the afternoons of our life.
Time continues to walk in our time.
Time likes routine. It gets used to its usual street.
To its usual sidewalks.
***
Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις
Τα πρωινά, τα δειλινά της ζωής μας.
Ο χρόνος εξακολουθεί να περπατάει στο χρόνο μας.
Ο χρόνος αγαπάει τη ρουτίνα, συνηθίζει τον συνηθισμένο δρόμο του
Τα συνηθισμένα του πεζοδρόμια.
***
It is not easy to begin again
Time ontinues to walk in our time
All the beginnings continue to begin
Yet, we don’t have a quite hour
To wait for a beginning
***
Δεν είναι εύκολο να ξαναρχίσουμε.
Ο χρόνος εξακολουθεί να βαδίζει στο χρόνο μας.
Όλες οι αρχές αρχίζουν συνεχώς
Και δεν έχουμε μια ήσυχη ώρα
να περιμένουμε μιά αρχή.
***
We keep our traps:
The trap of longing, the trap of loneliness
Under our clothes,
So that they’ ll be invisible
Yet, our eyes ar naked.
We need urgently dark sun glasses.
***
Κρύβουμε τις παγίδες μας:
Την παγίδα του πόθου, την παγίδα της μοναξιάς
Κάτω απ’ τα ρούχα μας
Για να μη φαίνονται.
Αλλά τα μάτια μας είναι γυμνά
Χρειαζόμαστε επειγόντως μαύρα γυαλιά του ήλιου.
***
One day, in a middle of a dream,
Our dreams lose their face in the mirror.
Our childhood, like so many other things,
Ends in the middle of a dream.
***
Μια μέρα, στη μέση ενός ονείρου
Τα όνειρά μας χάνουν το πρόσωπό τους στον καθρέφτη.
Η παιδική μας ηλικία όπως τόσα άλλα πράγματα,
Τελειώνει στη μέση ενός ονείρου.
***
There are places that are not safe.
The station where we wait for ourselves alone.
I count the countries, the continents
Where I was alone. Where I am alone.
***
Υπάρχουν μέρη όχι ασφαλή.
Ο σταθμός όπου προσμένουμε τον εαυτό μας μόνοι.
Μετρώ τις χώρες, τις ηπείρους,
Όπου ήμουν μόνη, όπου είμαι μόνη
***
Sometime, in an evening like all others,
In the same room, at the same table,
Your fate becomes clear,
Like someone who eats the last dinner
For the first time.
***
Κάποτε, ένα απόγεμα όπως όλα τα άλλα,
Στο ίδιο δωμάτιο και στο ίδιο τραπέζι,
Γίνεται η μοίρα σου φανερή,
Όπως κάποιου που γεύεται το τελευταίο του δείπνο
για πρώτη φορά.
***
It is the closed doors that close all the rooms.
Each room could be another possible life, another
Possible dream.
They leave us in the same life,
In the same corridor of time. And we have no choice
We follow it.
***
Οι κλειστές πόρτες κλείνουν όλα τα δωμάτια.
Κάθε δωμάτιο θα μπορούσε να είναι μια άλλη δυνατότητα ζωής,
μια άλλη
δυνατότητα ονείρου.
Μας αφήνουν στην ίδια ζωή,
στον ίδιο διάδρομο του χρόνου.
Δεν έχουμε επιλογή.
Ακολουθούμε.
***
So much life, so many things that happen,
That don’t happen.
If it were not for the leaves
That fall always at the same time,
For the twilight that comes always in the evening,
We would forget that eternity exists.
***
Τόση πολλή ζωή, τόσα πράγματα που συμβαίνουν,
Που δεν συμβαίνουν.
Αν δεν ήταν τα φύλλα που πέφτουν την ίδια πάντα εποχή,
Το δειλινό που έρχεται πάντα αργά το απόγεμα,
Θα ξεχνούσαμε ότι υπάρχει η αιωνιότητα.
***
Everything is a door. It has two faces.
One day I’ll open a door,
I’ll see its other face.
Maybe I’ll know why I lived in the corridor
For years, for ages.
***
Όλα είναι μια πόρτα. Έχει δύο όψεις.
Μια μέρα θα ανοίξω μια πόρτα
θα δω την άλλη όψη της.
Ίσως να μάθω γιατί έζησα στο διάδρομο
Για χρόνια, αιώνες.
***
We travel. We lose ourselves.
Even when they find us.
We are lost. We left too much of ourselves behind.
When we lose something on the path of time,
All we can do is remember
***
Ταξιδεύουμε. Χάνουμε τον εαυτό μας.
Ακόμα κι όταν μας βρίσκουν,
είμαστε χαμένοι. Αφήσαμε πάρα πολύ από τον εαυτό μας πίσω.
Κάθε φορά που κάτι χάνουμε στην ατραπό του χρόνου,
Το μόνο που μπορούμε είναι να θυμόμαστε.
***
Ι write about lost life, lost truths.
And yet, I went always on the right street.
Maybe I slept for too long on the side-walks
***
Γράφω για τη χαμένη ζωή, για τις χαμένες αλήθειες.
Κι όμως πάντα βάδιζα στον ίσιο δρόμο.
Ίσως κοιμήθηκα πάρα πολύ στα πεζοδρόμια.
***
I tell my stories even though I know it is too late.
Stories are stories when there is someone to hear them
Someone to believe, utterly believe them.
Someone who is old in a young way.
***
Λέω τις ιστορίες μου, έστω κι αν ξέρω ότι είναι αργά.
Οι ιστορίες είναι ιστορίες όταν υπάρχει κάποιος να τις ακούσει
Κάποιος να τις πιστέψει, να τις πιστέψει απόλυτα.
Κάποιος που είναι παλιός με τρόπο νέο.
***
The caress sees us
Through the craks of the fingers,
But it is not enough.
It has to feel what it sees,
It has to find its way in our deepest skin,
The true abyss.
***
Το χάδι μας κοιτάζει
μέσα από τις χαραμάδες των δακτύλων,
αλλά αυτό δεν φτάνει.
Πρέπει να νιώθει αυτό που βλέπει
Πρέπει να ανοίγει δρόμο στο βαθύτερό μας δέρμα,
Την αληθινή άβυσσο.
***
No one knows how to close a door,
How to quit when one is very old.
There are doors with the spring of time
That close by themselves.
***
Κανείς δεν ξέρει πώς να κλείσει μια πόρτα,
Πώς να παραιτηθεί όταν είναι πολύ γέρος.
Υπάρχουν πόρτες που έχουν ελατήριο χρόνου,
Κλείνουν μόνες τους.
***
No one knows how the doors of the past close,
How can they leave so much past
On both sides.
***
Κανείς δεν ξέρει πώς κλείνουν οι πόρτες του παρελθόντος.
Πώς μπορεί να αφήνουν τόσο παρελθόν
Και από τις δύο πλευρές τους.
***
I like doors that have personality, character.
I always wait on the other side of the door.
I am curious by nature.
Doors have always two sides, two personalities.
I like doors that are the shape of my life.
Doors without a name.
The people who love me
know always where to enter.
***
Αγαπώ τις πόρτες που έχουν προσωπικότητα, χαρακτήρα.
Περιμένω πάντα από την άλλη πλευρά της πόρτας.
Είμαι περίεργη από τη φύση μου.
Οι πόρτες έχουν πάντα δύο πλευρές, δύο προσωπικότητες.
Αγαπώ τις πόρτες που είναι το σχήμα της ζωής μου.
Πόρτες δίχως όνομα.
Οι άνθρωποι που μ’ αγαπούν
πάντα ξέρουν πού να μπουν.
***
There are things we cannot forget:
The closed doors of a home.
The closed arms of a mother.
They make us old, an hour after we are a child.
***
Είναι κάποια πράγματα που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε :
Οι κλειστές πόρτες ενός σπιτιού.
Η κλειστή αγκαλιά μιας μητέρας.
Μας γερνούν, μια ώρα αφότου γίναμε παιδιά.
***
The first men were black.
Little by little we became whiter,
Our gods became white,
Our paradise became white.
The shadows remained black.
***
Οι πρώτοι άνθρωποι ήταν μαύροι.
Σιγά σιγά γίναμε πιο λευκοί,
Οι θεοί μας γίνανε λευκοί,
Ο παράδεισός μας έγινε λευκός.
Οι σκιές έμειναν μαύρες.
***
The creation of the world is finished.
Nothing left to be infinite,
Not even eternity, not even the dream of a child.
***
Η δημιουργία του κόσμου τελείωσε.
Δεν έχει μείνει τίποτα ατελείωτο,
Ούτε καν η αιωνιότητα, ούτε καν το όνειρο ενός παιδιού.
***
We are all human,
Therefor we need a home.
Even if it is in the side-walk of life,
Even if there is no door.
Only the gaze of the others that knock to enter.
***
Είμαστε όλοι άνθρωποι,
Για αυτό χρειαζόμαστε ένα σπίτι.
Ακόμη κι αν είναι στο πεζοδρόμιο της ζωής.
Ακόμη κι αν δεν υπάρχει πόρτα.
Μόνο το βλέμμα των άλλων που χτυπούν για να μπουν.
***
It is not easy to be homeless.
To have no door where everybody
Has to knock in order to enter.
The winter, the rain, the loneliness.
The saints that pity us.
***
Δεν είναι εύκολο να είσαι άστεγος.
Να μην έχεις μια πόρτα, όπου όλοι
πρέπει να χτυπήσουν για να μπουν.
Ο χειμώνας, η βροχή, η μοναξιά.
Οι άγιοι που μας ελεούν.
***
I live invisible, I write invisible.
Invisible poems are not easy to find.
Maybe someday, someone will find them,
When I am not home.
***
Ζω αόρατη, γράφω αόρατη.
Τα αόρατα ποιήματα δεν είναι εύκολο να τα βρεις.
Μπορεί κάποιος να τα βρει μια μέρα
Όταν εγώ δεν θα είμαι σπίτι.
***
I love living with everyday things,
Things that are a little old, a little scarred.
These things have an invisible beauty,
The beauty of things that are touched, that are used.
We see it when our eyes are ready.
Beauty is beautiful even if it is invisible.
***
Αγαπώ να ζω με καθημερινά πράγματα.
Πράγματα λίγο παλιά, λίγο φθαρμένα.
Αυτά τα πράγματα έχουν μιαν αόρατη ομορφιά
Ομορφιά πραγμάτων που τα άγγιξαν, τα δούλεψαν.
Την αντικρύζουμε, όταν είναι έτοιμα τα μάτια μας.
Η ομορφιά είναι όμορφη ακόμη και αόρατη.
***
When we leave our home, we leave the past forever.
When, and if we return, it will be another home,
in another address of time.
And for us, it will be the future, the moment before
It becomes past.
***
Όταν αφήνουμε το σπίτι μας, αφήνουμε το παρελθόν για πάντα.
Όταν, και αν γυρίσουμε, θα είναι ένα άλλο σπίτι,
σε μια άλλη διεύθυνση του χρόνου.
Και για εμάς θα είναι το μέλλον, μια στιγμή
πριν γίνει παρελθόν.
***
Everything may be a matter of life and death,
Even a poem,
When you are a poet, when it is night, and you need
urgently some paper,
Even a torn page,
In order to make it eternal.
***
Όλα μπορεί να είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου,
Ακόμη κι ένα ποίημα,
Αν είσαι ποιητής, αν είναι νύχτα και χρειάζεσαι
επειγόντως λίγο χαρτί,
έστω μια σχισμένη σελίδα,
για να την κάνεις αιώνια.
***
Time enters our age, when we are a child,
from everywhere.
At night, when our body discovers us.
When our old beloved dog dies.
When there are silent tears in the eyes of our mother,
And we know why.
***
O χρόνος μπαίνει από παντού στο χρόνο μας,
όταν είμαστε παιδιά.
Τις νύχτες, όταν μας ανακαλύπτει το κορμί μας.
Όταν το αγαπημένο μας γέρικο σκυλί πεθαίνει.
Όταν είναι γεμάτα δάκρια σιωπηλά τα μάτια της μητέρας μας.
Και ξέρουμε γιατί.
***
I grew old. So much unknown around me.
I know always less.
Yet, I have time enough to feel more.
I couldn’t be the wise man of the tribe,
But maybe I could be the magician.
***
Γέρασα. Τόσο άγνωστο γύρω μου.
Όλο λιγότερα γνωρίζω.
‘Εχω όμως αρκετό χρόνο για να νιώσω πιο πολλά.
Δεν θα μπορούσα να είμαι ο σοφός της φυλής,
Μα, ίσως, θα μπορούσα να είμαι ο μάγος.
***
Maybe the world is big promise.
We don’t know what the promise is.
It could be the promise that there wouldn’t be another
biblical flood.
And we believe it, because we need promises.
We foget the flood in which we drown each day,
in order to believe.
***
Ίσως ο κόσμος να είναι μια μεγάλη υπόσχεση.
Δεν ξέρουμε ποια υπόσχεση είναι.
Θα μπορούσε να είναι η υπόσχεση ότι δεν θα γίνει άλλος
βιβλικός κατακλυσμός.
Και το πιστεύουμε, επειδή χρειαζόμαστε υποσχέσεις.
Ξεχνάμε τους κατακλυσμούς που καθημερινά μας πνίγουν,
για να μπορούμε να πιστεύουμε.


***
LOVES AND DEATHS OF THE GOOD SΟLDIER SCHVEIK
ΕΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΣΒΕΪΚ

We are young, and we saw our first dead,
And they were many.
Because wars are a Goliath without a David.
And they were young,
Maybe the wars love the young because they are
innocent.
There were heads, and hands, and legs, and they were
separated.
Maybe they missed each other, but it was too late.
And they were barefoot, so they got into our shoes,
And when we walk, we feel how they die again
and again.
When we’ll die, they’ll have to bury us with the shoes,
In order to let them die forever.
***
Είμαστε νέοι όταν είδαμε τον πρώτο μας νεκρό.
Και ήταν πολλοί.
Γιατί ο πόλεμος είναι ένας Γολιάθ χωρίς Δαυίδ.
Και ήτανε νέοι.
Ίσως οι πόλεμοι να αγαπούν τους νέους επειδή είναι
αθώοι.
Ήταν κεφάλια, χέρια, πόδια, όλα χωρισμένα.
Ίσως να έχασαν το ένα το άλλο, μα ήταν πολύ αργά.
Και ήταν ξυπόλητοι, κι έτσι μπήκαν στα δικά μας παπούτσια.
Κι όταν περπατάμε νιώθουμε ό πεθαίνουν πάλι
και πάλι.
Κι όταν πεθάνουμε θα χρειαστεί να μας θάψουν με τα παπούτσια,
Για να τους αφήσουμε να πεθάνουν για πάντα.
***
Wars don’t end, even when they end.
They leave mine-fields in the winds of the world.
Nothing is safe anymore.
Not even breathing the air in the morning.
And for sure thinking is dangerous.
Thoughts step on mines all the time
***
Oι πόλεμοι δεν τελειώνουν, ακόμη κι όταν τελειώσουν.
Αφήνουν ναρκοπέδια στους ανέμους του κόσμου.
Τίποτα δεν είναι πια ασφαλές.
Ούτε να ανασαίνεις τον πρωινό αγέρα,
Και βέβαια η σκέψη είναι επικίνδυνη.
Οι σκέψεις πάντα περπατούν επάνω σε ναρκοπέδια.
***
Some nights we hear something knocking on our door.
We don’t know who could it be, since there is a curfew of
fear.
We don’t know if it is our dead, and we don’t understand
how they could knock,
Since they are already here, in each room, in each
silence.
***
Κάποιες νύχτες ακούμε να μας κρούουν την πόρτα
Δεν ξέρουμε ποιος θα μπορούσε να είναι,
ενώ σημαίνει ο εσπερινός
του φόβου.
Δεν ξέρουμε αν είναι οι νεκροί μας και δεν καταλαβαίνουμε
πως μπορεί να μας κρούουν την πόρτα,
αφού είναι ήδη εδώ, σε κάθε δωμάτιο
σε κάθε σιωπή

***
We don’t fight alone, but the bullet finds us alone.
We don’t have time to finish an unfinished dream,
And maybe dreams never really finish,
We don’t have time to finish our unfinished fate,
Even though it is already finished.
***
Δεν πολεμάμε μόνοι, αλλά το βόλι μας βρίσκει πάντα μόνους.
Δεν έχουμε χρόνο να τελειώσουμε ένα ατέλειωτο όνειρο.
Και ίσως ποτέ να μην τελειώνουν τα όνειρα στ’ αλήθεια.
Δεν έχουμε χρόνο να τελειώσουμε την ατελείωτη μοίρα μας,
Ακόμη κι όταν είναι κιόλας τελειωμένη.
***
We are not serial killers
But the taboo of all taboos “don’t kill”
Was killed,
And it kills us each night more.
We are dead and we know it.
***
Δεν είμαστε κατά συρροή δολοφόνοι
Μα το ταμπού όλων των ταμπού, ‘’ου φονεύσεις’’,
έχει δολοφονηθεί
Και μας δολοφονεί όλο και πιο πολύ κάθε νύχτα.
Είμαστε νεκροί και το γνωρίζουμε.
***
Nights full of curfews
We are at home or at least what remained of our home.
We want to speak but we are silent.
It is not easy to speak when we are condemned to death,
Of course we are always condemned to death,
But our death used to have a name, a face.
Bullets are anonymous.
***
Nύχτες γεμάτες εσπερινούς.
Είμαστε στο σπίτι ή τουλάχιστον ότι απέμεινε απ’ το σπίτι μας.
Θέλουμε να μιλήσουμε αλλά μένουμε σιωπηλοί.
Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις όταν είσαι καταδικασμένος σε θάνατο,
Είμαστε, βέβαια, πάντα καταδικασμένοι σε θάνατο,
Μα ο θάνατός μας, κάποτε είχε όνομα και πρόσωπο.
Οι σφαίρες είναι ανώνυμες.
***
Τhere are barbed wires even in the sky.
God is free of course, the God of war.
Maybe mercy is behind the barbed wires
***
Ακόμα και στον ουρανό έχει συρματόπλέγματα.
Ο Θεός, βέβαια, είναι ελεύθερος, ο Θεός του πολέμου.
Ίσως η ευσπλαχνία να βρίσκεται πίσω από συρματόπλεγματα.
***
We want to remember, because remembering is pain,
And pain means that we exist.
We don’t know that war goes further, much further than
pain,
That sometimes we don’t know if we exist.
***
Θέλουμε να θυμόμαστε, επειδή η θύμηση είναι πόνος
και ο πόνος σημαίνει ότι υπάρχουμε.
Δεν ξέρουμε ότι ο πόλεμος τραβάει μακρύτερα, πολύ μακρύτερα
απ’ τον πόνο
έτσι που μερικές φορές δεν ξέρουμε αν υπάρχουμε.
***
The ones who are only half dead run away
They take with them what’s left.
A piece of bread, the picture of a child,
A dream that is not a child anymore.
They take the picture of the child in order
To remember the child.
They take the dream in order to remember themselves.
***
Όσοι είναι μισοπεθαμένοι φεύγουν μακριά.
Παίρνουν μαζί τους ό,τι έχει απομείνει.
Ένα κομμάτι ψωμί και την εικόνα ενός παιδιού.
Ένα όνειρο που δεν είναι πια παιδί.
Παίρνουν την εικόνα του παιδιού
Για να θυμούνται το παιδί.
Παίρνουν το όνειρο για να θυμούνται τον εαυτό τους.
***
We feel that someone is dying because of the way
he looks at us,
Because of what his eyes ask from us,
And we know we’ ll never betray this gaze,
Even when death will betray us.
***
Νιώθουμε ότι κάποιος πεθαίνει από τον τρόπο
που μας κοιτάζει
Κι από το τι ζητούν τα μάτια του από εμάς.
Και ξέρουμε ότι ποτέ δε θα προδώσουμε αυτό το βλέμμα
Ακόμα κι όταν μας προδώσει ο θάνατος
***
The war goes further than memory.
We cannot bury all the dead.
Or maybe the dead can never be buried.
That’s why we don’t have to remember.
We see them.
***
Ο πόλεμος πάει πιο μακριά απ’ τη μνήμη.
Δεν μπορούμε να θάψουμε όλους τους νεκρούς.
΄Η ίσως οι νεκροί να μην μπορεί ποτέ να ταφούν.
Για αυτό δεν χρειάζεται να τους θυμόμαστε.
Τους βλέπουμε.
***
Evening, in the tent.
We stitch the torn clothes.
We stitch the void that killing leaves within us.
But there are too few threads, there is too much void.
***
Βράδυ, στη σκηνή.
Μπαλώνουμε τα σκισμένα ρούχα.
Μπαλώνουμε το κενό που αφήνει μέσα μας
ο σκοτωμός.
Μα η κλωστή είναι λίγη και το κενό πάρα πολύ.
***
We fight so that there wouldn’t be wars anymore.
But this war is not the last.
We are not a modern Malthus.
We believe that there will be a last war,
When it will not be too late,
When there will be at least one man left.
***
Πολεμάμε για να μη γίνουν πια άλλοι πόλεμοι,
Αλλά αυτός ο πόλεμος δεν είναι ο τελευταίος.
Δεν είμαστε ένας σύγχρονος Μάλθος,
Ξέρουμε ότι θα γίνει ένας τελευταίος πόλεμος,
Όταν δεν θα είναι πολύ αργά.
Κι΄όταν θα έχει μείνει τουλάχιστον ένας άνθρωπος ζωντανός.
***
We shoot people at the wall
Because we are afraid.
But even after the shooting we are afraid.
Because fear goes further, much further than the bullet.
***
Στήνουμε ανθρώπους στον τοίχο
Επειδή φοβόμαστε.
Μα ακόμα και μετά τους πυροβολισμούς φοβόμαστε.
Επειδή ο φόβος πάει πιο πέρα, πολύ πιο πέρα από τη σφαίρα.
***
The night before you leave.
We are the first man, the first Woman
But we are covered with a leaf of autumn,
And also the tree of life is half naked.
We don’t know when autumn ends, if it ends,
We don’t know when the leaves of our bodies will fall.
***
Τη νύχτα πριν φύγεις,
είμαστε ο πρώτος άνδρας και η πρώτη γυναίκα
μα είμαστε σκεπασμένοι με ένα φύλλο φθινοπώρου.
Και το δένδρο της ζωής είναι κι αυτό μισόγυμνο.
Δεν ξέρουμε πότε τελειώνει το φθινόπωρο, αν τελειώνει.
Δεν ξέρουμε πότε θα πέσουν του κορμιού μας τα φύλλα.
***
The women on the staircase to the world.
Dream about their men
And slowly they Knit the peace.
When you love you knit better.
***
Οι γυναίκες στα σκαλοπάτια του κόσμου
Ονειρεύονται τους άντρες τους
Και πλέκουν αργά την ειρήνη.
Πλέκεις καλύτερα, όταν αγαπάς.
***
The streets of the night.
There was friendship, there was love,
And we cannot forget it,
Even though now the nights are bigger and darker,
And the moon small.
Because some things change the laws of the world,
It becomes again the ancient world,
It is not round and it doesn’ turn,
And the night continues.
***
Οι δρόμοι της νύχτας.
Υπήρχε αγάπη και φιλία,
Δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε.
Ακόμα κι αν σήμερα οι νύχτες είναι πιο μεγάλες, πιο σκοτεινές
και το φεγγάρι μικρό.
Επειδή κάποια πράγματα αλλάζουν τους νόμους του κόσμου,
γίνεται πάλι ο αρχαίος κόσμος,
δεν είναι στρογγυλός, δεν γυρίζει
και η νύχτα συνεχίζεται.
***
The night. The smoke.
We don’t see ourselves, and it is good.
Because we don’t want to see ourselves.
The bullets don’t see in the dark,
Not our bullets, nor the bullets of the others,
And it is good too,
Because we don’t have the soul of a killer,
And because we don’t want to die.
***
Η νύχτα. Ο καπνός.
Δεν βλέπουμε τους εαυτούς μας και είναι καλό
Επειδή δεν θέλουμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας.
Οι σφαίρες δε βλέπουν στο σκοτάδι,
Ούτε οι δικές μας οι σφαίρες ούτε των άλλων,
Και αυτό είναι καλό,
επειδή δεν έχουμε την ψυχή ενός φονιά,
κι επειδή δεν θέλουμε να πεθάνουμε.
***
You speak to me in my dreams
In a language that doesn’t exist.
Because here, each night,
Is an AUTODAFE of dictionaries and of people.
Everything burns in an immense fire,
Yet the night is dark
Because the words sun, joy, hope, were burned.
They don’t exist.
***
Μου μιλάς μες στα όνειρά μου
Σε μια γλώσσα ανύπαρκτη.
Επειδή εδώ κάθε νύχτα
είναι ένας θάνατος στην πυρά βιβλίων και ανθρώπων
Όλα τα καίει μια τεράστια φωτιά.
Κι όμως η νύχτα είναι σκοτεινή
Επειδή οι λέξεις ήλιος, χαρά και ελπίδα, κάηκαν.
Δεν υπάρχουν.
***
There is too much smoke
And we know it is the smoke of death.
Yet we don’t know
What time is in the night.
What time it is in life.
What time it is in death.
And maybe it is in the same time.
***
Υπάρχει πολύς καπνός.
Και ξέρουμε ότι είναι καπνός θανάτου.
Δεν ξέρουμε όμως τι ώρα είναι της νύχτας,
Τι ώρα είναι της ζωής,
Τι ώρα είναι του θανάτου.
Ίσως να είναι η ίδια ώρα.
***
Our bodies in the dark
Are like naked bones,
Because there is no flesh left,
The beautiful flesh that can feel the sadness.
***
Τα κορμιά μας στο σκοτάδι
Μοιάζουν με οστά γυμνά
Επειδή δεν έχει μείνει σάρκα
Όμορφη σάρκα, να μπορεί να νιώσει τη θλίψη.
***
There are maps where places have a name,
But when we are there and it is war,
It is another place and it has another name.
It could be a train station lost in the nowhere, we don’t
know where it goes
But we know it will arrive to the nowhere of our lives.
It could be someone who shows the picture of the smile
of a woman,
and after the bullet the smile of the woman
is stampeded in the mud,
and we can do nothing for this smile.
It could be attack, retreat, attack again, like sudden
rain-falls, but the rain is innocent.
It could be the post man who comes in the evening,
he gives us a letter,
But the bullet is faster, so only the bullet reads it, and the
mud.
It could be the feeling of how strangers we are in this
place, in this night, in this war,
like the strangers that came to the city from places
where the world ended,
and also, here the world ends.
It could be the thirst, and our mouth peeling like a snake,
and drinking the poison.
It could be the mountais behind the mountains behind
the mountains.
Where we forget where we are, who we are, and why
we are here.
It could be the dead that continued to fight, because the
war continued also for the dead.
It could be the memories of a home, all the smells of a
Home, a home lost in the infinite,
Because the war makes many things infinite.
It could be the news-paper boy who walks bend, because
there are too many dead in the papers.
It could be the loneliness, when each one curls in himself
and speaks to someone only he can see, because we
always carry with us to war a face, because a photo
is a simple way to continue to live.
It could be the small things we do at night in the tent,
In order to be somewhere else, in small days
that know us.
***
Υπάρχουν χάρτες όπου οι τόποι έχουν ονόματα
Αλλά όταν είμαστε εκεί και είναι πόλεμος
είναι άλλος ο τόπος, άλλο το όνομά του.
Θα μπορούσε να είναι ένας σταθμός του τρένου χαμένος
στο πουθενά, δεν ξέρουμε πού πάει, αλλά ξέρουμε ότι
θα φτάσει στο πουθενά της ζωής μας.
Θα μπορούσε να είναι κάποιος που δείχνει τη
φωτογραφία με το χαμόγελο μιας γυναίκας.
Μετά τη σφαίρα το χαμόγελο κυλιέται στη λάσπη,
και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για αυτό το
χαμόγελο.
Θα μπορούσε να είναι επίθεση, υποχώρηση, επίθεση
ξανά, σαν την ξαφνική νεροποντή, μα η νεροποντή
είναι αθώα.
Θα μπορούσε να είναι ο ταχυδρόμος που έρχεται το
απόγεμα, μας δίνει ένα γράμμα,
μα η σφαίρα είναι πιο γρήγορη, κι έτσι το διαβάζει
μόνο η σφαίρα και η λάσπη.
Θα μπορούσε να είναι η αίσθηση του πόσο ξένοι
είμαστε,
σε αυτόν τον τόπο, σ’ αυτή τη νύχτα, σ’ αυτόν τον
πόλεμο.
Σαν τους ξένους που ήρθαν στην πόλη από τα μέρη
όπου τελείωσε ο κόσμος. Κι εδώ επίσης τελειώνει
ο κόσμος.
Θα μπορούσε να είναι η δίψα και το στόμα μας
που αλλάζει δέρμα σαν το φίδι και πίνει το φαρμάκι.
Θα μπορούσε να είναι τα βουνά πίσω απ’ τα βουνά,
πίσω από άλλα βουνά,
όπου ξεχνάμε πού είμαστε, ποιοι είμαστε, γιατί είμαστε.
Θα μπορούσε να είναι οι νεκροί που δεν σταμάτησαν τον
αγώνα, επειδή για τους νεκρούς ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Θα μπορούσε να είναι οι αναμνήσεις ενός σπιτιού,
Όλες οι μυρωδιές ενός σπιτιού, από ένα σπίτι χαμένο
στο άπειρο, γιατί ο πόλεμος κάνει πολλά πράγματα
άπειρα.
Θα μπορούσε να είναι ο μικρός εφημεριδοπώλης
που περπατάει σκυφτός, γιατί υπάρχουν πολλοί νεκροί
στις εφημερίδες.
Θα μπορούσε να είναι η μοναξιά, όταν ο κάθε ένας
κουλουριάζεται στον εαυτό του και μιλάει μόνο
σε όποιον μπορεί να δει, επειδή όλοι στον πόλεμο
κουβαλάμε ένα πρόσωπο, επειδή μια φωτογραφία
είναι απλώς ένας τρόπος να συνεχίσουμε να ζούμε.
Θα μπορούσε να είναι τα μικρά πράγματα που κάνουμε
τη νύχτα κάτω από την τέντα, για να βρεθούμε αλλού, σε
μέρες μικρές, που μας γνωρίζουν.

***

LOVES AND DEATHS OF THE GOOD SOLDIER SCHVEIK
AFTER THE WAR
ΕΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΣΒΕΪΚ
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

The big fire stopped but the ash continued. It covered the streets, the years, the memories. There are voices without sound in it, muzzled cries.
Here and there the raised arm of a man who cannot find even a small memory to save him. The ash becomes a mask on the faces, a blind mask and we don’t know who we are, why we are.
There are still snipers, they shoot the night and the dogs, and the dogs cry, also because they don’t want to die. And the steps of the soldiers are cold, they make the street cold, they make the night cold.
We escape, blind and immensely mortal, we leave
behind the treasure of our sadness. It is late, and the
street cleaners sweep the drunk steps and the infinite
loneliness. The broken clock of the bell tower rings
always the same time, the time of the dead. Sο, it is
the clock of eternity.
The city is closed because the doors are closed, because
there is no one left to open.
Only the blood is here, crawling on the street, the god
οf the big roads.
Some one sells false documents, so we are quite because
we exist.
Slowly the city is built again, the floors of the buildings
Step on each other,
But beneath them there are trenches and the bodies
of the dead, and the cries of the dead,
But they are too deep, and it is too late.
In the broken tubes the water flows,
it is mingled with earth and with the sadness of people.
Every thing becomes history, incomprehensible, unique
and final. Life, each day, more excruciating, more vain,
more ιnfinite, invincible, irreversible, unknown, endless.
Because there is no other way, no other meaning,
εxcept life.
***
Η μεγάλη φωτιά σταμάτησε μα η τέφρα εξακολουθεί.΄Εχει σκεπάσει δρόμους, χρόνια και αναμνήσεις. Μέσα της φωνές χωρίς ήχο και φιμωμένες κρσυγές. Εδώ κι εκεί το υψωμένο μπράτσο ενός άνδρα, που δεν βρίσκει μια μικρή, έστω, ανάμνηση για να τον σώσει. Η τέφρα γίνεται μία μάσκα επάνω στο πρόσωπο, μάσκα τυφλή, δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, γιατί είμαστε. Ακόμη, υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές που σημαδεύουν τη νύχτα και τα σκυλιά. Και τα σκυλιά, επειδή κι αυτά δεν θέλουν να πεθάνουν, κλαίνε.Τα παγωμένα βήματα των στρατιωτών παγώνουν το δρόμο, παγώνουν τη νύχτα.
Δραπετεύουμε τυφλοί και απέραντα θνητοί
και αφήνουμε πίσω το θησαυρό της θλίψης μας. Είναι
αργά κι οι οδοκαθαριστές σαρώνουν τα μεθυσμένα
σκαλοπάτια της απέραντης μοναξιάς. Το σπασμένο
ρολόι του καμπαναριού χτυπάει την ίδια πάντοτε ώρα,
την ώρα των νεκρών. Είναι λοιπόν το σήμαντρο της αιωνιότητας.
Έκλεισε η πόλη επειδή έκλεισαν οι πόρτες, επειδή
δεν έχει μείνει κανείς να τις ανοίξει. Μόνο το
αίμα υπάρχει, έρπει στη δημοσιά, θεός των μεγάλων
δρόμων. Kάποιος πουλάει πλαστά χαρτιά
και μένουμε ήσυχοι, επειδή υπάρχουμε. Η πόλη
ξαναχτίζεται σιγά-σιγά και οι όροφοι
των σπιτιών σκαρφαλώνουν ο ένας πάνω στον άλλον.
Μα υπάρχουν ανάμεσά τους τάφροι
και τα κορμιά των νεκρών και οι κραυγές των νεκρών
έρχονται από πολύ βαθιά, και είναι πολύ αργά.
Από τους σπασμένους σωλήνες τρέχει νερό,
Ανακάτο με χώμα και με τη λύπη των ανθρώπων.
Όλα έγιναν ιστορία, ακατάληπτη, μοναδική, τελειωτική.
Η ζωή κάθε μέρα όλο πιο ανυπόφορη, πιο μάταιη, πιο
ατελείωτη, ανίκητη, ανεπίστροφη, άγνωστη,
ατελεύτητη. Επειδή δεν υπάρχει άλλος δρόμος
και άλλο νόημα, απ’ τη ζωή.
***
When we fight, we protect many things,
But we always protect the playground of a child,
our childhood,
and your hand full of leaves from another season.
When we walk into the war, we never walk alone,
The child that we were,
The dreams that were, the dream that was left,
And your body of love,
Walk with us.

The hand that held us was cut,
But our hand remembers it,
And it forgetting will be another death.

War is not a poem,
So all the poets can do
Is write the cry of the dead before they died
And after they died,
And give a woman with a belly full of love and a dead
man
A green leaf, nothing more.

Poets write about imaginary things
But we are all imaginary and real,
We have a real-imaginary name and real imaginary
dreams,
and they write about a war that was infinitely imaginary,
infinitely real.

It is strange.
Doors that seemed dead, wake up
When we close them for the last time.
We don’t know how important doors are
And how they feel our hand, the way friend does.

In war, the nights fall sudden,
They leave us unprepared,
Ready for nothing.
Because we are never prepared for death.
Because we don’t want to die.

There are homes where people loved.
But the love became hard and the faces became hard,
Because they are cold, because they are hungry,
And because they don’t want to cry.

We look at our hands.
We don’t know where to hide them,
And we don’t like them anymore,
Because they held a gun, not a child,
And because they Killed.

At night we speak about small things.
It is easy to hide behind small things the big ones:
The loneliness of dying, the fear of dying,
The hand that doesn’t exist,
That will hold no longer your hand full of rain.

We sell our wedding rings
And it is as if we sold a promise,
And the summer evening when we promised it,
And all the evenings that were a promise.
Some ones don’t want much.
A street of people where dreams wouldn’t be
stampeded,
And the staircase of the evening where people talk,
Will be each evening here.

We were a lonely child
And we never got used to it.
Now, the trenches are the trenches of people,
But we are still lonely because everybody is lonely.
Because the bullets and the fear are lonely.

The war makes the world narrow. A narrow road
Where we can walk only with one leg
And hold the other leg, the missing one,
The child of our body, in our hands,
Because it cries like a child.

We forget the songs of the people
Because we forget how to sing,
Because the trenches don’t sing, nor the dead.
They say the bullets sing on their way to the dying,
And also the child inside us who doesn’t know he will die.

We remember you, your eye-lashes, the flutter of a bird,
And your eyes, an infinite full of sky.
The fields where we walk are endless,
Like the bodies of love when they loved,
And your hand full of wheat.
I’ ll wait for you.
The places where people die because they wanted to live
I ll’ wait for you in all these places.

Four walls are room enough for big dreams,
If they have a window,
A sky full of birds, the faces of people and their dream,
And your face, the feathers in your hand.

The world is born like a child.
Seven days are not enough,
Because a child is born for years, for ages.
It needs the belly of love, the breasts of love,
The dream of love, and a poet.

The bloοdy clothes of the dead
Become a tent,
Because nothing else is left,:
And it concentrates the smell of blood, the smell of
death,
That kills inside us whatever remained alivε: the tears,
the fear of death.
So we go on living, even though we died,
And the smells go on living, because smells go far,
Much further than death.

And we loved between one cry and the other.
We sing for those who died with a bullet in the head,
before the world was shared among people,
and all they shared was the bullet.
We sing for the sadness of those whose sadness
is silent, because it is heavy, heavier than a cry.
We sing for those who lost on the ground floor of life
Their life.
We sing the blood that is always red.

***

Όταν πολεμάμε προστατεύουμε πολλά,
αλλά κυρίως τον τόπο παιχνιδιού ενός παιδιού,
την παιδική μας ηλικία
και το χέρι σου γεμάτο φύλλα, μιας άλλης εποχής.

Όταν πηγαίνουμε στον πόλεμο, δεν πάμε ποτέ μόνοι.
Το παιδί που ήμασταν,
Τα όνειρα που ήταν, το όνειρο που έμεινε
Και το σώμα σου του έρωτα,
έρχονται μαζί μας.
Το χέρι που μας κρατούσε κόπηκε
Αλλά το δικό μας χέρι το θυμάται.
Να το ξεχάσει, θα ήταν άλλος ένας θάνατος.

Ο πόλεμος δεν είναι ποίημα
Και έτσι οι ποιητές, το μόνο που μπορούν να κάνουν
είναι να γράφουν την κραυγή των νεκρών
πριν πεθάνουν και αφού πέθαναν.
Και να προσφέρουν σε μια γυναίκα με την κοιλιά γεμάτη
Έρωτα και με έναν άνδρα νεκρό,
Ένα πράσινο φύλλο, τίποτα πιο πολύ.

Οι ποιητές γράφουν για πράγματα φανταστικά
Μα είμαστε όλοι φανταστικοί και πραγματικοί
Έχουμε ένα όνομα φανταστικό - πραγματικό και
όνειρα πραγματικά - φανταστικά
Και γράφουν για έναν πόλεμο που ήταν
ατέλειωτα φανταστικός, ατέλειωτα πραγματικός.

Είναι παράξενο.
Πόρτες που έμοιαζαν νεκρές, ξυπνούν
Όταν τις κλείνουμε για τελευταία φορά.
Δεν ξέρουμε πόσο σπουδαίες είναι οι πόρτες
Και πόσο νιώθουν το χέρι μας, σαν χέρι φίλου.

Στον πόλεμο οι νύχες πέφτουν ξαφνικά,
μας αφήνουν ανέτοιμους,
πρόθυμους για το τίποτα
Επειδή ποτέ δεν είμαστε έτοιμοι για τον θάνατο,
Επειδή δεν θέλουμε να πεθάνουμε.
Υπάρχουν σπίτια όπου άνθρωποι αγαπήθηκαν,
Μα η αγάπη έγινε τραχειά, τραχειά τα πρόσωπά τους,
Επειδή κρυώνουν και πεινάνε
Κι επειδή δεν θέλουνε να κλάψουν.

Κοιτάμε τα χέρια μας
δεν ξέρουμε πού να τα κρύψουμε,
δεν μας αρέσουν πια,
Επειδή κράτησαν όπλο κι όχι ένα παιδί,
κι επειδή σκότωσαν.

Τη νύχτα μιλάμε για τα μικρά πράγματα.
Είναι εύκολο να κρύβεις τα μεγάλα πράγματα
Πίσω από τα μικρά.
Τη μοναξιά του θανάτου, τον φόβο του θανάτου.
Το χέρι που δεν υπάρχει πια
και που δε θα κρατήσει πια το χέρι σου, γεμάτο
βροχή.

Πουλάμε το δαχτυλίδι του γάμου μας
Και είναι το ίδιο σαν να πουλάμε μια υπόσχεση
και το καλοκαιριάτικο απόβραδο που δώσαμε την
υπόσχεση,
και όλα τα απόβραδα που ήταν υποσχέσεις.

Μερικοί δεν ζητούν πολλά : Ένα δρόμο ανθρώπων όπου
δεν θα φυγαδεύονται τα όνειρα.
Και τα σκαλιά του απόβραδου όπου κάθουνται οι
άνθρωποι και μιλάνε,
να είναι κάθε βράδυ εκεί.

Ήμασταν ένα μοναχικό παιδί
Και ποτέ δεν το συνηθίσαμε.
Τώρα τα ορύγματα είναι γεμάτα ανθρώπους
Μα είμαστε ακόμα μόνοι, επειδή όλοι είναι μόνοι
επειδή οι σφαίρες και ο φόβος είναι μόνοι.

Ο πόλεμος κάνει στενότερο τον κόσμο
Στενή οδός, όπου βαδίζουμε με το ένα πόδι.
Το άλλο μας που λείπει,
παιδί του σώματός μας,
το κρατάμε στα χέρια
επειδή κλαίει σαν παιδί.

Ξεχνάμε τα τραγούδια των ανθρώπων
Επειδή ξεχνάμε πώς να τραγουδάμε
Επειδή τα ορύγματα δεν τραγουδάνε, μήτε οι νεκροί.
Λένε ότι οι σφαίρες τραγουδάνε, στο δρόμο
για τους μελλοθάνατους.
Ακόμη, μέσα μας, το παιδί που δεν ξέρει ότι θα πεθάνει.

Θυμόμαστε εσένα, τα ματόκλαδά σου,
το φτερούγισμα ενός πουλιού
και τα μάτια σου, έναν άπειρα γεμάτο ουρανό.
Τα λειβάδια όπου βαδίζουμε είναι ατέλειωτα,
σαν τα κορμιά του έρωτα, όταν αγαπούν
και το χέρι σου γεμάτο στάρι.
Θα σε περιμένω.
Στα μέρη όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν
επειδή ήθελαν να ζήσουν.
Θα σε περιμένω σε όλα αυτά τα μέρη.

Τέσσερις τοίχοι είναι αρκετοί για μεγάλα όνειρα
Φτάνει να έχουν παράθυρο,
έναν ουρανό γεμάτο πουλιά και ανθρώπινα πρόσωπα
με τα όνειρά τους
και το δικό σου πρόσωπο, την απαλότητα
των χεριών σου.

Ο κόσμος γεννιέται σαν ένα παιδί.
Επτά ημέρες δεν φθάνουν,
Γιατί ένα παιδί γεννιέται χρόνια, αιώνες.
Χρειάζεται μια κοιλιά που να αγαπά, στήθη που να
αγαπούν,
το όνειρο της αγάπης, και έναν ποιητή.

Τα ματωμένα ρούχα των νεκρών έγιναν τέντες
επειδή δεν έχει μείνει τίποτε άλλο.
Και συγκεντρώνουν τις οσμές αίματος και θανάτου
που σκοτώνουν μέσα μας ό,τι έχει μείνει ζωντανό:
τα δάκρυα, τον φόβο του θανάτου.
Έτσι εξακολουθούμε να ζούμε, αν και νεκροί,
Και οι οσμές ακόμη ζουν, επειδή πάνε πέρα,
πολύ πιο πέρα από τον θάνατο.
Και ανάμεσα στη μια κραυγή και την άλλη, αγαπήσαμε.
Τραγουδάμε για εκείνους που δεν κρυώνουν πια,
Επειδή το κρύο τους σκότωσε.
Τραγουδάμε για εκείνους που πέθαναν με μια σφαίρα
στο κεφάλι, πριν ακόμα ο κόσμος μοιραστεί στους
ανθρώπους, και όλα όσα μοιράστηκαν ήταν η σφαίρα.
Τραγουδάμε για τη θλίψη εκείνων που η θλίψη τους
είναι βουβή επειδή είναι βαριά, πιο βαριά από την
κραυγή.
Τραγουδάμε για εκείνους που έχασαν στο ισόγειο της ζωής
τη ζωή τους.
Τραγουδάμε το αίμα που είναι πάντα κόκκινο.

***
We love a city, a city of people, a city that people love its name, a city of smells, the smell of bread, the smell of a leaf of laughter, the smell of old women who sit on the staircase of the evening, and the small talk that keeps the world going.
We love the city where the streets of people cross and they meet each other.
A city that remembers the child from Hiroshima, and the
child from Dachau.
And it cries with the dead and with the mother of the
dead.
A city with the horizons of people and of yellow flowers
stronger than the sun.
We love a city with the vendors of dreams in each corner
And poets, many poets.
A city that kept beneath the black years the sky and the
birds.
A city that is drunk with the tomorrow.
A city where the rain is clear and it fills the trenches
in our face, in our life.
We love a city where love has no color because
It has all the colours.
And maybe you were always the city, your hand
full of summer.
You give me your hand.
***
Αγαπάμε μια πόλη, μια πόλη ανθρώπων, μια πόλη που οι άνθρωποι αγαπούν το όνομά της, μια πόλη με μυρωδιές, τη μυρωδιά του ψωμιού, τη μυρωδιά ενός γελαστού φύλλου, τη μυρωδιά των ηλικιωμένων γυναικών που κάθουνται στα σκαλιά του απόσπερνου και μιλούν για τα μικρά πράγματα που κάνουν τον κόσμο να γυρίζει.
Αγαπάμε την πόλη όπου οι δρόμοι των ανθρώπων διασταυρώνονται και συναντούν ο ένας τον άλλον.
Μια πόλη που θυμάται το παιδί της Χιροσίμα και το παιδί του Νταχάου.
Και θρηνεί με τους νεκρούς και με τη μητέρα των νεκρών.
Μια πόλη με τον ορίζοντα των ανθρώπων και των κίτρινων λουλουδιών, πιο δυνατών από τον ήλιο.
Αγαπάμε μια πόλη, με πωλητές ονείρων σ’ όλες τις γωνιές της, και με ποιητές, πολλούς ποιητές.
Μια πόλη που κράτησε κάτω από μαύρα χρόνια, τον ουρανό και τα πουλιά.
Μια πόλη μεθυσμένη με το αύριο.
Μια πόλη όπου η βροχή είναι καθαρή και γεμίζει τις χαρακιές στο πρόσωπο και στη ζωή μας.
Αγαπάμε μια πόλη όπου η αγάπη δεν έχει χρώμα επειδή έχει όλα τα χρώματα.
Και ίσως εσύ να ήσουνα πάντα η πόλη, με το χέρι σου γεμάτο καλοκαίρια.
Μου δίνεις το χέρι σου.
***

I BELIEVE
THE MANIFESTO OF A TEAR.
ΠΙΣΤΕΥΩ
TO ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΕΝΟΣ ΔΑΚΡΥΟΥ.

I believe in the old strangers with the old eyes
That I don’t know fron where they came.
Those whose only mother tongue is their life,
Whose only home left is the gaze.
***
Πιστεύω στους παλαιούς ξένους με τα παλαιά μάτια
που δεν ξέρω πόθεν ήρθαν.
Εκείνους που έχουν μόνη μητρική λαλιά τη ζωή τους
Και το μόνο σπίτι που τους μένει είναι το βλέμμα.
***
I believe in friendship.
A mouth to share our silences.
A hand that gives us water.
***
Πιστεύω στη φιλία.
Ένα στόμα να μοιραστεί τις σιωπές μας.
‘Ένα χέρι να μας δώσει νερό.
***
I believe in the Journey to Ithaca.
I believe in the journey to dream.
The only home we’ll ever have.
***
Πιστεύω στο ταξίδι στην Ιθάκη.
Πιστεύω στο ταξίδι στο όνειρο.
Το μόνο σπίτι που για πάντα θα έχουμε.
***
I don’t believe in mirrors.
I don’t know if we can break them
But for sure, they can break us.
***
Δεν πιστεύω στους καθρέφτες.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να τους σπάσουμε.
Σίγουρα όμως, αυτοί μπορούν να σπάσουν εμάς.
***
I don’t believe in the Muses.
It is my pain that knows me,
That gives me my cry.
My words cry even when they don’t know it.
***
Δεν πιστεύω στις Μούσες.
Ο πόνος μου με γνωρίζει
και μου δίνει την κραυγή μου.
Οι λέξεις μου κλαίνε έστω κι αν δεν το ξέρουν.
***
I believe in tears.
They know the eyes that wept them.
They know the pain of seeing
Πιστεύω στα δάκρυα.
Γνωρίζουν τα μάτια που τα γέννησαν.
Γνωρίζουν πόσο πονάει να βλέπεις.
****
I believe in the eyes of those who live dying.
Whose bed is by the window that looks into the night.
***
Πιστεύω στα μάτια όσων ζουν πεθαίνοντας.
Με την κλίνη δίπλα στο παράθυρο
που αντικρίζει τη νύχτα.
***
I believe in the courage of leaves
Who die with all the suns in their body,
With the summer still alive in their rustle.
***
Πιστεύω στη γενναιότητα των φύλλων
Που πεθαίνουν με όλους τους ήλιους στο σώμα,
Με τον ήλιο ακόμη ζωντανό στο θρόισμά τους.
***
I believe in temporary miracles.
My childhood, my life, a painless life.
***
Πιστεύω στα πρόσκαιρα θαύματα.
Τα παιδικά μου χρόνια, τη ζωή μου,
μια νύχτα χωρίς πόνο.
***
To learn how to believe.
To believe that the rain of the world is raining
Into our life.
To know why our eyes are wet, why our life is wet.
Even though we were home.
***
Να μάθουμε πώς να πιστεύουμε.
Να πιστεύουμε πως η βροχή του κόσμου
πέφτει επάνω στη ζωή μας.
Να μάθουμε γιατί έχουμε τα μάτια υγρά
και υγρή τη ζωή μας,
ακόμη και αν βρισκόμαστε στο σπίτι.
***
I believe in roots.
We are not a tree, but we need roots.
When I travel, I always take a piece of root
In my pocket in order to dream.
***
Πιστεύω στις ρίζες.
Δεν είμαστε δέντρα, αλλά χρειαζόμαστε τις ρίζες.
Όταν ταξιδεύω παίρνω μαζί μου πάντα ένα κομμάτι ρίζα,
για να μπορώ να ονειρεύομαι.
***
I don’t believe in memories.
They have memories of their own.
They give us another child of our tears,
They give us another man
Who whispers his name at night.
***
Δεν πιστεύω στις αναμνήσεις.
Έχουν τις δικές τους αναμνήσεις.
Μας φέρνουν ένα άλλο παιδί των δακρύων μας,
έναν άλλο άντρα
Που ψιθυρίζει μες τη νύχτα το όνομά του.
***
I believe in the courage of those
Who lose themselves on the train tracks,
Who wait no longer for themselves
in the deserted station.
***
Πιστεύω στο κουράγιο αυτών
που χάνουν τον εαυτό τους
στις τροχιές των τρένων.
Που δεν προσμένουν άλλο τον εαυτό τους
μες στον έρημο σταθμό.
***
I believe in the lives of those
who long for the unknown, for a dream.
There are dreams that we are ready to live for,
To die for.
***
Πιστεύω στη ζωή όσων λαχταρούν το άγνωστο,
ένα όνειρο.
Υπάρχουν όνειρα που είμαστε έτοιμοι
να ζήσουμε, να πεθάνουμε γι’ αυτά.
***


THE SIDE - WALKS OF LIFE
TA ΠΕΖΟΔΡΟΜΙA ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Strange things happen, always.
At times, we open the door of the evening
And someone holds the last sun-ray, softely,
Infinitely softly.
And we cry
Because the last ray is so fragile,
And because of the softness.
***
Τα παράξενα συμβαίνουν πάντα.
Κάποτε ανοίγουμε την πόρτα του δειλινού.
Και κάποιος, απαλά, απέραντα απαλά,
συγκρατεί την τελευταία ηλιαχτίδα.
Και κλαίμε
Επειδή είναι τόσο εύθραυστη η τελευταία ηλιαχτίδα
Και επειδή είναι απαλή.
***
We pass from age to age,
And we learn all the names of pain,
So we become a dictionary of suffering,
And it leafs through us in the evenings
Even though we were watching the flight of the birds
Over the roof,
And it leafs trough our soul.
***
Περνάμε από ηλικία σε ηλικία
και μαθαίνουμε όλα τα ονόματα του πόνου,
γινόμαστε έτσι ένα γλωσσάρι των παθών.
Και βγάζει φτερά μέσα μας τα απογέματα
Ακόμη κι όταν παρακολουθούμε τα πουλιά
να πετούν πάνω απ’ τη στέγη.
Και φτερουγίζει μεσα στην ψυχή μας.
***
We are lost for very long,
And at last, someone finds us,
Because, like a street-artist, we painted our name
on a wall.
Or maybe we need always someone to find us,
Or maybe we died and we don’t know it.
And death, the infinite artist,
Painted our name on the wall that stands between
ourselves and the always.
***
Είμαστε χαμένοι για πολύν καιρό
Και επί τέλους κάποιος μας βρίσκει
Επειδή, όπως ένας καλλιτέχνης του δρόμου,
γράψαμε το όνομά μας πάνω σε ένα τοίχο.
Ίσως επειδή πάντα έχουμε ανάγκη κάποιος να μας
βρει
ή ίσως επειδή πεθάναμε και δεν το ξέρουμε.
Κι ο θάνατος, ο αιώνιος καλλιτέχνης,
έγραψε το όνομά μας πάνω στον τοίχο
που στέκει ανάμεσα σε εμάς και στο πάντα.
***
History is alive in our life,
Yet, it is the home pf the dead,
So, whoever rerturns home is defeated,
And it is the dead who keep history alive.
***
Η Ιστορία είναι ζωντανή στη ζωή μας
Κι όμως είναι το σπίτι των νεκρών,
Έτσι, όποιος γυρίζει στο σπίτι έχει νικηθεί
Και οι νεκροί κρατούν την ιστορία ζωντανή.
***
The house aged,
And the deaths inside it grew immense,
As if death needed, like life,
A long time to grow,
And someone who was lost in the house for too long,
Left, infinitely quiet, together with the immense
nowhere,
Because the lost ones carry the nowhere inside them.
Always.
***
Το σπίτι γέρασε
Και οι θάνατοι μέσα του έγιναν απέραντοι
Σαν να χρειαζόταν ο θάνατος, όπως η ζωή,
Μεγάλο χρόνο για να μεγαλώσει.
Και κάποιος που ήταν για πολύν καιρό χαμένος μες στο σπίτι,
Έφυγε, άπειρα ήρεμος, μαζί με το απέραντο
πουθενά,
Επειδή οι χαμένοι φερουν μέσα τους το πουθενά.
Για πάντα.
***
When dreams die, we leave.
We go far, further than death,
To places where history didn’t begin yet,
Where people live together even when they were alone,
And the women save us for a while,
Under the roof of big prehistoric bellies of love.
But the evening is always difficult,
because we don’t know how to mourn.
***
Όταν πεθαίνουν τα όνειρα, εμείς φεύγουμε
Πάμε μακριά, πιο μακριά απ’ το θάνατο
Σε μέρη όπου ακόμη η ιστορία δεν έχει αρχίσει,
όπου οι άνθρωποι ζουν μαζί, ακόμη και αν είναι μόνοι,
και οι γυναίκες για λίγο μας σώζουν,
κάτω απ’ τη σκέπη των μεγάλων προϊστορικών
γαστέρων του έρωτα.
Μα το απόγεμα είναι πάντα δύσκολο,
Επειδή δεν ξέρουμε πώς να πενθούμε.
***
Our sleep knows more than we imagine,
Because we die silent and ancient,
And we didn’t know that there was a war,
And the dreams, and the childhood in our dreams
Were a mine field.
***
Ο ύπνος μας ξέρει πιο πολλά από όσο φανταζόμαστε,
επειδή πεθαίνουμε σιωπηλοί και γέροντες.
Και δεν ξέραμε ότι γινόταν πόλεμος,
και ότι τα όνειρα, κι η παιδική ηλικία μες στα
όνειρά μας
ήταν ένα ναρκοπέδιο.
***
We live behind closed doors,
One day we open them, maybe we are curius,
we want to see their other face,
or maybe the door that is always there makes us restless,
And we see the pain spread everywhere, like the leaves
of autumn.
We are not ready. We are never ready for pain,
So, we sweep the leaves of pain from our door,
And close it forever.
We forget that autumn happens also in our side
of the door.
It leaves a leaf on our bed.
***
Ζούμε πίσω από κλειστές πόρτες.
Τις ανοίγουμε μια μέρα, επειδή ίσως είμαστε περίεργοι,
θέλουμε να δούμε την άλλη όψη τους
Ή ίσως, επειδή η πόρτα που είναι πάντα εκεί
μας κάνει ανήσυχους,
Και βλέπουμε τον πόνο να έχει σκορπιστεί παντού,
σαν τα φύλλα του φθινόπωρου.
Δεν είμαστε έτοιμοι. Ποτέ δεν είμασταν έτοιμοι για τον
πόνο,
έτσι σαρώνουμε τα φύλλα του πόνου από την πόρτα μας
και την κλείνουμε για πάντα.
Ξεχνάμε ότι το φθινόπωρο έρχεται κι απ’ τη δική μας
πλευρά της πόρτας.
Αφήνει ένα φύλλο στο κρεβάτι μας.
***


JACOB AND RAQUEL
After seven years. We call: Raquel, Raquel,
But promises are often stoned,
The way they stoned the saints.
So, we are a saint, stoned day after day, for other
seven eternities,
In the tender fields of wheat.
And the tender eyes of Raquel
Are another promise.
***
ΙΑΚΩΒ ΚΑΙ ΡΑΧΗΛ
Μετά επτά χρόνια. Φωνάζουμε: Ραχήλ, Ραχήλ,
μα συχνά λιθοβολούν τις υποσχέσεις,
όπως λιθοβολούσαν τους αγίους.
Έτσι είμαστε ένας άγιος λιθοβολημένος μέρα
με τη μέρα
για ακόμη επτά αιωνιότητες
μές στα τρυφερά σταροχώραφα.
Και τα τρυφερά μάτια της Ραχήλ
είναι μια άλλη υπόσχεση.
***


A LEAF OF TIME
ΕΝΑ ΦΥΛΛΟ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

The endless motion from one truth to the other,
Because truths are alive,
Τhey learn, like a child, from living,
They learn, like a child, the path of the world
to the world.
***
Η αέναη κίνηση από τη μία αλήθεια στην άλλη,
επειδή οι αλήθειες είναι ζωντανές.
Μαθαίνουν, όπως το παιδί, από τη ζωή.
Μαθαίνουν όπως το παιδί, το μονοπάτι από τον κόσμο
στον κόσμο.
***
Maybe birds have to learn by heart everything.
How to fly for love,
How to fly from the autumn.
Maybe they sing all these things,
But we think it is a children song.
***
Ίσως τα πουλιά πρέπει να τα μαθαίνουν όλα απ’ έξω.
Πώς να πετούν για την αγάπη,
Πώς να φεύγουν από το φθινόπωρο.
Ίσως να τραγουδούν όλα αυτά,
Μα εμείς νομίζουμε πως είναι παιδικό τραγούδι.
***
At night you undress
Like the enigma of a tree that lets all its leaves fall
at once,
When it is not autumn, and it remains naked.
Naked is beautiful, even when it is a tree,
When the branches are a dance.
***
Τη νύχτα γδύνεσαι
Σαν το αίνιγμα ενός δέντρου που αφήνει όλα τα φύλλα του
να πέσουν
μεμιάς
όταν δεν είναι φθινόπωρο, και μένει γυμνό.
Το γυμνό είναι όμορφο, ακόμη κι όταν είναι δέντρο,
όταν τα κλαδιά του γίνονται χορός.
***
I kiss you with so many lips.
With the lips in which I screamed,
The lips I bit in order not to cry and I cried.
I kiss you with the lips that are a child of the body of love.
***
Σε φιλώ με τόσα χείλη.
Με τα χείλη μου που ούρλιαξα,
τα χείλη που δάγκωσα για να μην κλάψω και έκλαψα.
Σε φιλώ με τα χείλη που είναι ένα παιδί του σώματος του έρωτα.
***
The rustle of the leaves is a poem that is alive,
And its meaning change with the seasons.
We don’t know how to write such poems.
***
Το θρόισμα των φύλλων είναι ένα ζωντανό ποίημα
Και το νόημά του αλλάζει με τις εποχές.
Δεν ξέρουμε να γράφουμε τέτοια ποιήματα.
***
The play of the wind with the tree.
That’s how the tree gives shape to the wind.
That’s how the wind gives shape to the tree.
Because matter is everywhere, in the tree, in the wind,
And it loves playing.
***
Το παιχνίδι του άνεμου με το δέντρο.
Έτσι το δέντρο δίνει σχήμα στον άνεμο.
Έτσι ο άνεμος δίνει σχήμα στο δέντρο.
Επειδή η ύλη είναι παντού, στον άνεμο, στο δέντρο,
Και αγαπάει το παιχνίδι.
***
We walk alone,
Yet, the path, the landscape walk with us.
We change their future,
They change our future,
Because, also time walks with us.
***
Βαδίζουμε μόνοι,
Κι όμως, το μονοπάτι, το τοπίο, βαδίζουν μαζί μας.
Αλλάζουμε το μέλλον τους,
μας αλλάζουν το μέλλον,
Επειδή και ο χρόνος βαδίζει μαζί μας.
***
My poems say what I want to say,
And yet each one reads in them his own poem,
Which is nice,
Because it is as if I wrote many poems in a poem,
Or as if I wrote a poem for each person. An act of love.
***
Τα ποιήματά μου λένε αυτά που θέλω εγώ να πω,
Κι όμως, ο καθένας διαβάζει σε αυτά το δικό του ποίημα,
κάτι καλό,
Επειδή είναι σαν να έχω γράψει πολλά ποιήματα σε ένα,
Ή σαν να έχω γράψει ένα ποίημα για τον καθένα. Πράξη αγάπης.
***
We are a child
And we read the pages of a dream,
Long before we know how to read.
We learn them by heart.
We don’t know it,
But we keep them for the dreamless years.
***
Είμαστε ένα παιδι.
Και διαβάζουμε τις δέλτους του ονείρου,
Πολύ πριν μάθουμε ανάγνωση.
Τις αποστηθίζουμε
Δεν το ξέρουμε,
Αλλά τις φυλάμε για τα ανονείρευτα χρόνια.
***
Time moves in our time,
Long before we are born,
So we appear with death aleady inside us.
Maybe some evenings, when we are particularly calm,
We can hold the twilight in our hand. A candle.
***
Ο χρόνος κυλάει στο χρόνο μας
Πολύ πριν γεννηθούμε
Έτσι εμφανιζόμαστε με τον θάνατο ήδη μέσα μας.
Ίσως κάποια απογέματα, όταν είμαστε ιδιαίτερα ήρεμοι,
Μπορούμε να κρατήσουμε στην παλάμη μας το δειλινό.
Ένα καντηλάκι.
***
Maybe the first sin happens again and again
In the small hotel,
Because we are chased out of paradise every day,
And because our bodies of love enter each other’s
Paradise,
And they are absolbed.
***
Ίσως η πρώτη αμαρτία να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά
στο μικρό ξενοδοχείο,
Επειδή μας διώχνουν από τον παράδεισο κάθε μέρα
Κι επειδή τα σώματά μας του έρωτα μπαίνουν
το ένα μέσα στον παράδεισο του άλλου
και λυτρώνονται.
***
Suddenly, in the middle of the immense twilight,
We feel that in this place, in this time,
We lived all the lives we’ll ever live,
And the rest of our life is not important.
***
Ξαφνικά, στη μέση του απέραντου λυκόφωτος
Νιώθουμε ότι σε αυτόν τον τόπο και σε αυτόν το χρόνο
Ζήσαμε όλες τις ζωές που πρόκειται να ζήσουμε
Και το υπόλοιπο της ζωής μας δεν έχει σημασία.
***
When they chase us from our home,
The small hotel, at night is an asylum,
Because we have to continue to live,
And because the bodies of love
Continue our life further than our life.
***
Όταν μας διώχνουν απ’ το σπίτι μας,
Το μικρό ξενοδοχείο τη νύχτα γίνεται άσυλο
Επειδή πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε,
Και επειδή τα σώματα του έρωτα συνεχίζουν τη ζωή μας
πέρα από τη ζωή μας.
***
Maybe everything is a theatre.
We don’t know who gave us these incomprehensible roles,
who gave us our face.
We don’t know who silences us, who left a cementery of cries
in our mouth.
We don’ know why the plays are always tragic,
and we have to die at the end,
And we carry this death inside us for years, for ages.
***
Ίσως όλα να είναι θέατρο.
Δεν ξέρουμε ποιος μας έδωσε αυτούς τους ακατανόητους ρόλους,
ποιος μας έδωσε το πρόσωπό μας.
Δεν ξέρουμε ποιος μας επιβάλλει σιωπή, ποιός άφησε
Στο στόμα μας ένα κοιμητήριο κραυγών.
Δεν ξέρουμε γιατί το έργο είναι πάντα τραγικό
Και στο τέλος πρέπει να πεθάνουμε.
Και γιατί κουβαλάμε αυτόν το θάνατο εντός μας, χρόνια, αιώνες.

***
Come to the festival of people.
The colors buzz, and the sky buzzes,
The music leaves behind a river of light, of faces.
There are only life and the miracles, and they are the same.
Someone tries to remember if there was ever happiness to the world.
Someone laughs from his chest, like a clown for all seasons.
The balls play with the curiosity of a child,
And the children come and go between laughter and dream. They’ll wake up
A moment before they grow old. They’ ll cry and no one will know why.
The top turns under the hands of a child, and it may be the last top,
the last childhood.
Only eternity doesn’t grow old.
Someone without legs walks again an again on his head, like
The monotonous play of sadness, then he collects the pity of people.
In a corner ambulatory singers sell their sad voice.
In the shadows, some female clothes, like a tender army of surrender.
A couple, silent, spit peals, as if they spat the loneliness of each other.
Youngsters pass by, they don’t see, they don’t hear. They are lost in their
youth.
The magician makes someone disappear in his laughter,
and maybe he is still there.
A mad man passes, silent and torn. He walks over the laugther,
over the night, between the fireworks and hell.
Strange mirrors deform us and we don’t know who we are.
We are lost in amirror.
Someone dances, his body twists like a lonely flame, and, slowly,
the ash, gathers.
The womens heals pray to the sky.
Someone without lips will never kiss the whole madness, the whole beauty.
When dawn comes, the festival will be over, like a life that surrendred to love,
And was not absolved.
The huge tent folded on earth, like a cemetery of mirakles.
Maybe we’ll remember that sometimes love was miraculous.
The moon light-rays, like a bench of a bar, and the lit dice win
the treasure.
In the bar
The dancers step over the rhythm, over time.
Some quite people sit bent under the madness of joy.
And the old guitar players, opaque, ruined, jump, so that the others
will laugh, so they can sooth their infinite hunger, and the laughter
that kills them.
Under the tables the legs mingle like a huge octopus of love.
Ambulant magician that dazzled the night and life, cannot charme
the sad soup to be magic.
So, they eat the sad soup.
And a lonely woman sweeps the remnants of the night. She is silent,
And she doesn’t say who she is. Maybe ii is too late in her life for answers.
***
Ελάτε στο πανηγύρι των ανθρώπων.
Βοούν τα χρώματα, βοά ο ουρανός.
Η μουσική ξεχύνει ένα ποτάμι φως, ένα ποτάμι πρόσωπα.
Υπάρχει μόνο η ζωή και τα θαύματα, και όλα είναι το ίδιο.
Κάποιος προσπαθεί να θυμηθεί αν υπήρξε ποτέ ευτυχία στον κόσμο.
Κάποιος γελάει από την καρδιά του, σαν ένας παλιάτσος για όλες τις εποχές.
Οι μπάλες παίζουν με την περιέργεια ενός παιδιού
και τα παιδιά πηγαίνουν κι έρχονται ανάμεσα στο γέλιο και στο όνειρο.
Θα ξυπνήσουν ένα λεπτό πριν γεράσουν. Θα κλάψουν, δίχως να ξέρει
κανείς γιατί.
Στα χέρια του παιδιού γυρίζει η σβούρα και ίσως να είναι η στερνή σβούρα,
η τελευταία παιδική ηλικία. Μόνο η αιωνιότητα δεν γερνάει.
Κάποιος δίχως πόδια περπατάει ανάποδα, ξανά, ξανά, σαν το μονότονο
παιχνίδι της θλίψης και ύστερα μαζεύει το έλεος των ανθρώπων.
Σε μια γωνιά πλανόδιοι τραγουδιστές πουλούν τη λυπημένη τους φωνή.
Στο ημίφως κάποια ρούχα γυναικών, σαν τρυφερά παραδομένος στρατός.
Ένα ζευγάρι αμίλητο φτύνει φλούδια, σαν να ραπίζει ο ένας
τη μοναξιά του άλλου.
Νεαροί περνούν. Δεν βλέπουν, δεν ακούν. Είναι κλεισμένοι στη νειότη τους.
Ο μάγος εξαφανίζει κάποιον μες στο γέλιο του, και ίσως να μείνει εκεί
για πάντα.
Ένας τρελός περνάει, βουβός και δακρυσμένος. Περπατάει πάνω στο γέλιο,
πάνω στη νύχτα, ανάμεσα στα πυροτεχνήματα και στην κόλαση.
Παράξενοι καθρέφτες μας παραμορφώνουν και δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε,
χαμένοι μέσα σε έναν καθρέφτη.
Κάποιος χορεύει, το κορμί του περιστρέφεται σαν μια μοναχική φλόγα,
και η στάχτη αργά μαζεύεται.
Οι πληγές των γυναικών τον ουρανό ικετεύουν.
Κάποιος δίχως χείλη, ποτέ δεν θα φιλήσει ολόκληρη την τρέλα, ολόκληρη
την ομορφιά.
Όταν φτάσει η αυγή, το πανηγύρι θα τελειώσει, σαν μια ζωή που παραδόθηκε
στον έρωτα, μα λύτρωση δεν βρήκε.
Η μεγάλη τέντα διπλωμένη στη γη σαν ένα κοιμητήριο θαυμάτων.
Ίσως θυμόμαστε ότι κάποιες φορές η ζωή ήταν θαυματουργή.
Οι φεγγαραχτίδες σαν τον πάγκο ενός μπαρ
και τα αναμμένα ζάρια κερδίζουν
τον θησαυρό.
Στο μπαρ
οι χορευτές βγαίνουν απ’ το ρυθμό, το χρόνο.
Κάποιοι ήσυχοι άνθρωποι λυγίζουν κάτω από την τρέλλα
της χαράς.
Κι οι γέροι κιθαρίστες, αχνά ερείπια, πηδούν για να γελάσουν
οι άλλοι, για να παρηγορήσουν την αιώνια πείνα τους
και το γέλιο που τους σκοτώνει.
Κάτω από τα τραπέζια σμίγουν τα πόδια σαν ένα θεώρατο χταπόδι.
Ο πλανόδιος μάγος που άφηνε έκθαμβη τη νύχτα και τη ζωή
δεν μπορεί να γητέψει τη θλιμμένη σούπα, να τη μαγέψει.
Έτσι τρώνε τη λυπημένη σούπα.
Και μια μοναχική γυναίκα σαρώνει τα απομεινάρια της νύχτας.
Είναι σιωπηλή, δεν λέει το όνομά της. Μπορεί στη ζωή της
να είναι αργά για απαντήσεις.
***
Women
The waitress in the cafes, the maids in the small hotel, the ones that clean
offices and sweep the dusty justice.
Women simple, inexplicable, lonely. Small, infinite.
They speak about the rain, about regret, about tomatoes, and other eternal
things.
Maybe they speak in order to exist, they don’t know that the world exists
because of the small talks of women.
On their faces, the rivers of time flow silently into eternity,
And their swallen hands are absolved forever.
Their words have the colour of fate which is the colour of earth,
And their pacience is the pacience of earth.
Their words weave the lost years, thoughts, suns, and inexplicable
Hours into an exquisite cloth. But, again and again, the cloth is torn,
and everything is lost in the infinite of the silence, and all that is left
is the mortal hunger to weave the tender threads, the words.
But they know how difficult it is to finish something, even the weaving,
Because whatever we do ends in the middle.
They are not young anymore, their children grow, consuming
Their childhood.
They know, like an animal, how to smell danger, because
They had to protect their children,
And because women have a secret tie to blood.
The blood to bear a child. The blood to die.
***
Γυναίκες
Οι γκαρσόνες των καφενείων οι καμαριέρες του μικρού ξενοδοχείου,
Αυτές που καθαρίζουν τα γραφεία κι αυτές που σαρώνουν τη σκονισμένη
δικαιοσύνη.
Απλές γυναίκες, ανερμήνευτες, μοναχικές. Μικρές, απέραντες.
Μιλούν για τη βροχή, τη λύπη τους, για τις τομάτες
και άλλα αιώνια πράγματα.
Ίσως μιλούν μονάχα για να υπάρξουν και δεν ξέρουν ότι ο κόσμος υπάρχει
χάρις στις απλές κουβέντες των γυναικών.
Επάνω στα πρόσωπά τους τα ποτάμια του χρόνου κυλούν
αθόρυβα στην αιωνιότητα.
Και τα πρησμένα χέρια τους αναπαύονται για πάντα.
Οι λέξεις τους έχουν το χρώμα της μοίρας, που είναι το χρώμα της γης,
και η καρτερικότητά τους είναι η καρτερικότητα της γης.
Οι λέξεις τους υφαίνουν τα χαμένα χρόνια, σκέψεις, ήλιους
και ανεξήγητες ώρες μέσα σε μια υπέροχη φορεσιά.
Αλλά η φορεσιά σχίζεται πάλι και πάλι, κι όλα χάνονται
στην ατέλειωτη σιωπή, και μένει μόνο η θνητή πείνα,
να υφάνεις τα απαλά τα νήματα, τις λέξεις.
Αλλά ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να τελειώσει κάποιος κάτι,
ακόμη και το πλέξιμο, γιατί ό,τι κάνουμε μένει στη μέση.
Δεν είναι πια νέες, μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Ξέρουν πώς μεγαλώνουν
τα παιδιά, καταναλώνοντας την παιδική ηλικία τους.
Ξέρουν, όπως τα ζώα, να οσφραίνονται τον κίνδυνο, επειδή έπρεπε
να προστατεύουν τα παιδιά τους.
Κι επειδή οι γυναίκες έχουν ένα μυστικό δεσμό με το αίμα.
Το αίμα για να γεννήσουν ένα παιδί. Το αίμα για να πεθάνουν.
***
The night, the dream of human love and the lonely body of love,
Are reasons enough for murder,
So, we kill the dreams and the dreamers, we kill the poems and the poets,
We kill the sleep-walkers and their lonely ghosts,
And we don’t realize that with each killing, we kill something in ourselves,
So, it is a double murder.
We are guilty.
***
Η νύχτα, το όνειρο της ανθρώπινης αγάπης και το μοναχικό σώμα του έρωτα,
Είναι λόγοι αρκετοί για το έγκλημα.
Σκοτώνουμε έτσι, τα όνειρα και τους ονειρευτές, σκοτώνουμε τα ποιήματα
και τους ποιητές, σκοτώνουμε τους υπνοβάτες και τα μοναχικά
φαντάσματά τους
και δεν καταλαβαίνουμε ότι με τον κάθε φόνο,
σκοτώνουμε κάτι απ’ τον εαυτό μας,
Έτσι ο φόνος είναι διπλός.
***
We die twenty four hours a day
By a dream, a gaze, a gesture. We dig twenty four graves a day,
And all these deaths don’t forgive us.
So, when we die once more, maybe it will be the last death, the last grave,
And maybe this death will forgive us. This and the quite earth.
***
Πεθαίνουμε εικοσιτέσερις φορές την ημέρα
Με ένα όνειρο, με μια ματιά, με μια χειρονομία.
Σκάβουμε εικοσιτέσσερις τάφους την ημέρα
Κι όλοι αυτοί οι θάνατοι δεν μας λυτρώνουν.
Έτσι όταν πεθάνουμε άλλη μια φορά, ίσως να είναι αυτός
ο τελευταίος θάνατος, ο τελευταίος τάφος.
Και ίσως αυτός ο θάνατος να μας λυτρώσει. Αυτός και η ήσυχη γη.
***
It is autumn everywhere, in the provinces of life.
It rains, coins, gold, hunger and pain,
And the rain kills us.
We need urgently an immense umbrella of an immense dream
To save us.
And we need all the jewels of sadness
In order to write this rain.
***
Είναι παντού φθινόπωρο, στις επαρχίες της ζωής.
Βρέχει νομίσματα, χρυσό, πείνα και πόνο,
Και η βροχή μας σκοτώνει.
Χρειαζόμαστε επειγόντως μια πελώρια ομπρέλα ενός πελώριου ονείρου
να μας σώσει.
Χρειαζόμαστε όλο το χρυσάφι της λύπης
για να γράψουμε αυτή τη βροχή.
***
Motherhood is infinite, too infinite for only one grave,
It needs a whole cemetery, and the cemetery inside us,
And it is not the eyes, it is the infinite hands.
The hands that knew how to forgive.
The hands that cried, because mothers cry with their hands:
The imperceptible touch when we are lonely, when they are lonely.
And when the hands laugh they smell like fresh bread.
And all these infinities cannot be contained in one death.
***
Η μητρότητα είναι απέραντη, τόσο απέραντη που δεν χωράει
σε έναν τάφο.
Θέλει ένα ολόκληρο κοιμητήρι, και το εντός μας κοιμητήρι.
Και δεν είναι τα μάτια, είναι τα απέραντα χέρια.
Τα χέρια που ήξεραν πώς να συγχωρούν.
Τα χέρια που έκλαιγαν, επειδή οι μητέρες κλαίνε με τα χέρια:
το αδιόρατο άγγιγμά τους όταν είμαστε μόνοι, όταν είναι μόνα.
Κι όταν γελούν τα χέρια, μυρίζουν φρέσκο ψωμί.
Κι όλες αυτές οι απεραντοσύνες δεν χωρούν σε έναν θάνατο.
***
Through the open door the big night enters noiselessly,
And all the cemeteries where we buried our mother are not enough
Because they dream in our dreams.
They are silent and they forgive us, and we remember it.
Because we always remember the dreams that forgive us.
***
Από την ανοιχτή πόρτα μπαίνει αθόρυβα η μεγάλη νύχτα.
Κι όλα τα κοιμητήρια όπου έχουμε θάψει τη μητέρα μας,
δεν αρκούν
Επειδή ονειρεύονται μέσα στα όνειρά μας.
Είναι σιωπηλά, μας συγχωρούν και το θυμόμαστε.
Επειδή θυμόμαστε πάντα τα όνειρα που μας συγχωρούν.
***
Lovers see, like the blind, with their hands.
The fingers that are the first clay.
And the clay of the body of love.
Maybe that’s why love is always a new virginity.
Maybe that’s why it cracks, why it breakes.
***
Οι εραστές βλέπουν με τα χέρια, σαν τους τυφλούς.
Τα δάχτυλα, που είναι ο πρώτος πηλός
Και ο πηλός του σώματος του έρωτα.
Ίσως για αυτό να είναι ο έρωτας μια νέα παρθενικότητα.
Ίσως για αυτό ραγίζει, για αυτό σπάζει.
***
We don’t know the face, or maybe, the faces, beneath our face.
And the gangs of faces beneath our face, that kill each other.
But, there are mirrors, and they see us, ceaselessly, endlessly,
They see what we do, so they know us.
Because what we do is what we are.
And the mirrors don’t forgive us, sο we have no choice,
We have to forgive ourselves and go on.
***
Δεν ξέρουμε το πρόσωπο, ίσως τα πρόσωπα πέρα από το δικό μας πρόσωπο
Και τις σπείρες προσώπων πέρα από το πρόσωπό μας,
που αλληλοσκοτώνονται.
Αλλά υπάρχουν καθρέφτες που μας βλέπουν ασταμάτητα, δίχως τέλος.
Βλέπουν τι κάνουμε και έτσι μας γνωρίζουν.
Επειδή ό,τι κάνουμε, αυτό είμαστε.
Και οι καθρέφτες δεν μας συγχωρούν και δεν έχουμε άλλη επιλογή,
Πρέπει να συγχωρούμε τον εαυτό μας και να προχωρούμε.
***
Old people carry with them, inside them, papers. So, they are paper people,
delicate.
They carry ancient love-letters, the drawing of God by a child,
Letters they wrote at night to death or other murderers,
And because they are old, they forget the umbrella,
And it always rains over the old, so they melt little by little.
Maybe that’s how everything will end one day, and all that will remain
Will be the world, the molten paper, and the quiet rain that will forgive us.
***
Οι γέροντες κουβαλούν μαζί τους, μέσα τους, χαρτιά. Για αυτό είναι χάρτινοι
άνθρωποι, λεπτεπίλεπτοι.
Κουβαλούν παλιά ερωτικά γράμματα, τη ζωγραφιά του Θεού από ένα παιδί,
γράμματα που έγραψαν τη νύχτα στο θάνατο ή σε άλλους δολοφόνους.
Κι επειδή είναι γέροντες, ξεχνούν να πάρουν την ομπρέλλα,
Και βρέχει πάντα επάνω τους και λειώνουν λίγο-λίγο.
Ίσως έτσι να τελειώσουν όλα μια μέρα, κι ό,τι απομείνει να είναι ο κόσμος,
το λειωμένο χαρτί και η ήσυχη βροχή που θα μας συγχωρέσει.
***
Maybe everything is a theatre.
We don’t know who gave us these incomprehensible roles,
who gave us our face.
We don’t know who silences us, who left a cemetery of cries in our mouth.
We don’t know why the plays are always tragic, and we have to die at the end,
And why we carry this death inside us for years, for ages.
***
Ίσως όλα να είναι θέατρο.
Δεν ξέρουμε ποιος μας έδωσε αυτούς τους ακατανόητους ρόλους,
ποιος μας έδωσε το πρόσωπό μας.
Δεν ξέρουμε ποιος μας επιβάλλει σιωπή, ποιος αφήνει στο στόμα μας ένα
κοιμητήριο θρήνων.
Δεν ξέρουμε γιατί τα έργα είναι πάντα τραγικά, και πρέπει στο τέλος να πεθαίνουμε.
Και γιατί κουβαλάμε αυτόν τον θάνατο μέσα μας χρόνια, αιώνες.
***
We choose the roles ourselves from the first hour.
Whatever we accepted: the bullying, the murder of dreams, became our role.
So, we learned how to be humble, the kind of humbleness that kills us, because
There are many kinds of humblness.
And we learned how to live with a cemetery of dreams out of our door.
***
Διαλέγουμε τους ρόλους μόνοι μας, από την πρώτη στιγμή.
Όλα όσα αποδεχτήκαμε: καταπίεση, φόνος των ονείρων, έγιναν ο ρόλος μας.
Έτσι, μάθαμε πώς να είμαστε ταπεινοί, το είδος ταπεινοτητας που μας
σκοτώνει,
επειδή υπάρχουν πολλά είδη ταπεινότητας.
Και μάθαμε πώς να ζούμε με ένα κοιμητήρι ονείρων έξω από την πόρτα μας.
***
There are nights of the bodies of love and love,
That are not simple.
The woman scrapes us with all the finger nails she has.
And we bleed the passion in our blood.
And there is nowhere to escape, because the passion, the blood blind us
So, we are the helpless god, and we love them
Because they are immensely strong, immensely sad.
***
Είναι νύχτες που ανήκουν στα κορμιά της αγάπης και του έρωτα,
και δεν είναι απλές.
Η γυναίκα μάς γδέρνει με όλα τα νύχια των χεριών της που έχει,
Κι αιμορραγούμε το αίμα των παθών μας.
Και δεν υπάρχει μέρος να ξεφύγουμε, επειδή το πάθος, το αίμα μάς
τυφλώνουν. Κι έτσι γινόμαστε ο αμήχανος θεός, και τις αγαπάμε
Επειδή είναι απέραντα δυνατές και απέραντα λυπημένες.
***
The barbarians came and left nothing.
All that remained was a small hotel of love
Where men left rheir sperm,
And a Woman who buried the sperm in her innards,
Because she remembered how to love and how to mourn love.
***
Ήρθαν οι βάρβαροι και τίποτα δεν άφησαν.
Ό,τι έμεινε ήταν ένα μικρό ξενοδοχείο του έρωτα
Όπου αφήνουν οι άντρες το σπέρμα τους,
Και μια γυναίκα, που έθαψε στα σωθικά της το σπέρμα.
Επειδή θυμόταν πώς ν΄αγαπάει και πώς να πενθεί την αγάπη.
***
Death enters the houses the moment they are built,
But the dead are somewhere else,
Except when they dream in our dreams.
And the children take into their sleep
The dead they don’t remember,
And the first death they remember,
And they talk to each other tenderly,
Because the dead and the children need all the love they can get.
***
Ο θάνατος μπαίνει στα σπίτια την ώρα που χτίζονται,
Μα οι νεκροί είναι κάπου αλλού,
Εκτός από όταν ονειρεύονται μες στα όνειρά μας.
Και τα παιδιά υποδέχονται μες στον ύπνο τους
Τους νεκρούς που δεν γνωρίζουν
Και τον πρώτο θάνατο που θυμούνται,
Και μιλούν ο ένας στον άλλο, τρυφερά.
Γιατί οι νεκροί και τα παιδιά χρειάζονται όλη την αγάπη
που μπορούν να λάβουν.


MANUAL FOR SMALL ETERNITIES
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΑΙΩΝΙΩΤΗΤΕΣ

We come into the world
Without a manual for life, without a manual for suffering,
Without even a passport that knows who we are.
But it is the only offer we have. We have no choice. We take it.
***
Ερχόμαστε στον κόσμο
Χωρίς ένα εγχειρίδιο ζωής, ένα εγχειρίδιο για τον πόνο,
Χωρίς ακόμη, ένα διαβατήριο που να ξέρει ποιοι είμαστε.
Μα είναι η μόνη προσφορά, δεν έχουμε επιλογή. Την παίρνουμε.
***
We have to be careful.
Whatever we say today can be used against us tomorrow.
We don’t know who could hear us, we don’t know if there is a big brother.
Maybe our thoughts are the big brother
And they wait for tomorrow, in order to accuse us for yesterday.
We are guilty.
***
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.
Ό,τι λέμε σήμερα μπορεί αύριο να χρησιμοποιηθεί εναντίον μας.
Δεν ξέρουμε ποιος θα μπορούσε να μας ακούσει, δεν ξέρουμε αν υπάρχει
ο Μεγάλος Αδελφός.
Ίσως οι σκέψεις μας να είναι ο Μεγάλος Αδελφός.
Και περιμένουν το αύριο για να μας κατηγορήσουν για το χθες.
Είμαστε ένοχοι.
***
I love the poetry of the small room in the small hotel at night,
That remained uniscovered, as the most beautiful poems.
As long as there is poetry, at least somewhere,
There is hope.
***
Αγαπώ την ποίηση του μικρού δωμάτιου, στο μικρό ξενοδοχείο, τη νύχτα,
Που έμεινε ανεύρετη, όπως τα πιο πολλά όμορφα ποιήματα.
Όσο υπάρχει ποίηση, τουλάχιστον κάπου,
Υπάρχει η ελπίδα.
***
Dreams are a must. Also poems, magicians
They are the only ones that know why we exist,
And where we are when we are somewhere else, even when we are here.
They find us, always, on maps that don’t exist.
***
Τα όνειρα είναι χρεία. Και τα ποιήματα, μάγοι.
Αυτά μόνο ξέρουν γιατί υπάρχουμε
Και πού είμαστε, όταν είμαστε κάπου αλλού,
ακόμη κι όταν είμαστε εδώ.
Πάντοτε μας βρίσκουν, σε ανύπαρκτους χάρτες.
***
The room is too small, it is the room of a child, and the bed is too small.
We have no choice. We leave again. Maybe when we’ll come back
There will be no room. Only an old man on a huge, soft matress.
Time is a true magician. It knows where the no room is. It makes it old.
***
Το δωμάτιο είναι πολύ μικρό, ένα παιδικό δωμάτιο, το κρεβάτι πολύ μικρό.
Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Φεύγουμε πάλι. Όταν γυρίσουμε, ίσως να μην
Υπάρχει το δωμάτιο. Μόνο ένας γέρος, σε ένα τεράστιο μαλακό στρώμα.
Ο χρόνος είναι αληθινός μάγος. Ξέρει πού βρίσκεται το μη δωμάτιο. Tο γερνάει.
***
Maybe when time comes, they tell me:
You are a lost case. Even when pain came you repented nothing.
And I ll’ say: yes, I am guilty,
But you cannot send me to hell because I am already there,
And perhaps, I may not get used to Paradise.
***
Ίσως όταν έρθει ο χρόνος να μου πουν:
Είσαι μια χαμένη υπόθεση. Ακόμα κι όταν ήρθε ο πόνος
Δεν μετάνιωσες για τίποτα.
Κι εγώ θα πω: Ναι, είμαι ένοχη,
Αλλά δεν μπορείτε να με στείλετε στην κόλαση, είμαι κιόλας εκεί.
Και ίσως, τον παράδεισο να μην τον συνηθίσω.
***
I wanted always to be a dream salesman,
To understand why some dreams are priceless,
Is it because they are dear, or because no one wants them,
Like the dreams of a stranger, or the dream of somone wounded by life,
Because I always wanted to know who buys the dreams that no one wanted
***
Ήθελα πάντα να ήμουν πωλητής ονείρων,
να καταλάβω γιατί κάποια όνειρα δεν έχουν τιμή.
Μήπως επειδή είναι αγαπημένα ή επειδή κανείς δεν τα αγαπά,
Όπως τα όνειρα ενός ξένου ή το όνειρο ενός που τον πλήγωσε η ζωή,
επειδή πάντα ήθελα να μάθω ποιος αγοράζει τα όνειρα που κανείς δεν
ήθελε.
***
In the morning, the first thing we do is to gather the pieces of dreams,
To heave them under our clothes.
Yet, some dreams remain out of our clothes, in our motion, in the way we look.
They may remain there for the rest of the day, or even for the rest of our life,
And brushing the clothes is usually useless. We are different.
***
Το πρώτο που κάνουμε κάθε πρωί, είναι να μαζέψουμε τα κομμάτια των ονείρων
και να τα κρύψουμε κάτω από τα ρούχα μας.
Και όμως, κάποια όνειρα μένουν έξω απ’ τα ρούχα, στην κίνησή, μας ή στον
τρόπο που κοιτάμε.
Μπορεί να μείνουν εκεί για την υπόλοιπη μέρα ή ακόμη και για την υπόλοιπη ζωή μας.
Το βούρτσισμα των ρούχων, συνήθως είναι ανώφελο. Είμαστε διαφορετικοί.
***
Maybe it is the humble who return in our dreams,
Maybe they were silent evev when they spoke,
Maybe we need someone to hear us, only hear.
And for sure, it is easier to betray ourselves with the ones who are silent.
***
Ίσως να είναι οι ταπεινοί που επιστρέφουν στα όνειρά μας.
Ίσως να σιωπούσαν ακόμη και όταν μιλούσαν.
Ίσως έχουμε ανάγκη κάποιον να μας ακούει, μόνο να ακούει.
Και ασφαλώς, είναι πιο εύκολο να προδώσουμε τον εαυτό μας
με αυτούς που μένουν σιωπηλοί.
***
Each morning, when we go down stairs,
We go deeper, much deeper than what we imagine.
Maybe the staircase is the worst abyss because it is daily,
And we don’t notice too much daily things.
And our small innocent days are not innocent at all.
We should avoid daily staircases if possible, and even the ground floor
It may be a trap, a camouflaged abyss.
***
Κάθε πρωί που κατεβαίνουμε τη σκάλα
Πάμε βαθιά, πολύ πιο βαθιά από όσο φανταζόμαστε.
Ίσως η σκάλα να είναι η χειρότερη άβυσσος, γιατί είναι καθημερινή,
Και δεν προσέχουμε πολύ τα καθημερινά μας πράγματα.
Και οι μικρές αθώες μας μέρες δεν είναι διόλου αθώες.
Θα έπρεπε να αποφεύγουμε την καθημερινή μας σκάλα, αν γίνεται,
και το ισόγειο ακόμη μπορεί να είναι μια παγίδα, μια άβυσσος μασκαρεμένη.
***
We think that all the biblical prophets were killed.
But it is not so.
The ones who were invisible saved themselves.
That’s why the dreams that cannot forgive us
Still exist.
***
Πιστεύουμε ότι όλοι οι βιβλικοί προφήτες, σκοτώθηκαν.
Αλλά δεν είναι έτσι.
Εκείνοι που έμειναν αόρατοι έσωσαν τον εαυτό τους.
Γι αυτό υπάρχουν ακόμη όνειρα
Που δεν μπορούν να μας συγχωρήσουν.

***
You stand in a corner of the street.
You bring up slowly your shirt.
You show me the way to your night.
The beautiful sin
That purifies us.
***
Στέκεις σε μια γωνία του δρόμου.
Σηκώνεις αργά τη φούστα.
Μου δείχνεις το δρόμο για τη νύχτα σου.
Την όμορφη αμαρτία
Που μας εξαγνίζει.
***
I love the rain.
I write your name in the rain drops. The rain is eternal.
I love to hear the murmur
To know there is always a sky in our room,
Even when it rains over our nights.
***
Αγαπώ τη βροχή.
Γράφω το όνομά σου στις σταγόνες. Η βροχή είναι αιώνια.
Αγαπώ να ακούω το μουρμουρητό της,
να ξέρω ότι έχει πάντα ουρανό τo δωμάτιό μας
ακόμα και όταν βρέχει πάνω από τις νύχτες μας.
***
We have a lunar calendar. We miss many days each year,
And we don’t know who will give them back to us.
And when he will give them back.
Maybe it will be in the after-life if there is an after-life.
And for sure we don’t know if it is worth of it.
We don’t know if in the after-life there are small nocturnal hotels,
We don’t know if the bodies of love purify us there.
We don’t know if in the after-life poems exist.
***
Έχουμε σεληνιακό ημερολόγιο. Χάνουμε πολλές μέρες κάθε χρόνο.
Δεν ξέρουμε ποιος θα μας τις δώσει πίσω,
Πότε θα μας τις δώσει πίσω.
Ίσως στην άλλη ζωή, αν υπάρχει άλλη ζωή.
Μα σίγουρα δεν ξέρουμε αν αξίζει τον κόπο.
Δεν ξέρουμε αν υπάρχουν μικρά νυχτερινά ξενοδοχεία στην άλλη ζωή.
Δεν ξέρουμε αν τα σώματα του έρωτα μάς εξαγνίζουν εκεί.
Δεν ξέρουμε αν υπάρχουν ποιήματα στην άλλη ζωή.
***
I love your laughter. It is light.
It is not a bird. No.
Maybe it is a balloon that a child holds,
And it flies with it.
***
Αγαπώ το γέλιο σου. Είναι ανάλαφρο.
Δεν είναι πουλί. Όχι.
Ίσως να είναι το μπαλόνι που κρατά ένα παιδί
Και πετάει μαζί του.
***
We commited all our crimes when we were very young
When we were not very sure what sins are,
And later, when a body absolved our body,
And we could absolbe ourselves,
Our sins were still pure.
***
Διαπράξαμε όλα μας τα εγκλήματα όταν ήμασταν πολύ νέοι
Όταν δεν ήμασταν πολύ σίγουροι τι είναι οι αμαρτίες,
Και αργότερα, όταν ένα κορμί λύτρωνε το δικό μας,
και μπορούσαμε να λυτρώσουμε τον εαυτό μας,
Πάλι έμεναν οι αμαρτίες μας άδολες.
***
In the small hotel at night,
We feel all the infinites that exist, because our eyes are closed,
And closed eyes contain many infinites.
Yet, we feel, also that some infinites are room enough
Only fot two bodies that absolve each other.
***
Στο μικρό ξενοδοχείο τη νύχτα,
Νιώθουμε όλα τα άπειρα που υπάρχουν, επειδή έχουμε τα μάτια κλειστά.
Και τα κλειστά μάτια χωρούν πολλά άπειρα.
Ακόμη, νοιώθουμε ότι κάποια άπειρα χωρούν
Μόνο δύο σώματα που λυτρώνουν το ένα το άλλο.
***
Maybe it was a choice.
Maybe we choose to be a traveller without a map,
Because we believed that the dream was enough.
But it wasn’t.
Maybe a wild animal will find us. Wild animals are pure.
They know where tears died.
***
Ίσως να ήταν επιλογή μας.
Ίσως διαλέξαμε να είμαστε ταξιδιώτες δίχως χάρτη.
Επειδή πιστέψαμε ότι το όνειρο ήταν αρκετό.
Μα δεν ήταν.
Ίσως να μας βρει ένα άγριο ζώο. Τα άγρια ζώα είναι άδολα.
Ξέρουν πού πέθαναν τα δάκρυα.
***
When I was a child
I loved the sound of the trains, the giant smoke,
Because they fed my dreams,
Because children are hungry when they don’t dream enough,
And this hunger lasts for years, for ages.
***
Όταν ήμουν παιδί
Αγαπούσα τον ήχο των τρένων, τον γιγάντιο καπνό,
Επειδή έτρεφαν τα όνειρά μου,
Επειδή τα παιδιά πεινούν όταν δεν ονειρεύονται αρκετά,
Και αυτή η πείνα διαρκεί χρόνια, αιώνες.
***
There are many corners on silence.
The corner of silence of a child
Where he dreams of being a grown up.
The corner of a grown up
Where he dreams of being a child.
The corner of silence on a poet
Where he dreams of writing the silence with silence.
***
Η σιωπή έχει πολλές κόχες.
Την κόχη σιωπής ενός παιδιού
που ονειρεύεται ότι είναι μεγάλος.
Την κόχη σιωπής ενός μεγάλου
που ονειρεύεται ότι είναι παιδί.
Την κόχη σιωπής ενός ποιητή
που ονειρεύεται ότι γράφει τη σιωπή με σιωπή.
***
The small hotel.
We lie, your night in my night.
You lift your skirt, your innocent wings,
And you enter heaven, pure.
***
Το μικρό ξενοδοχείο.
Πλαγιάζουμε, η νύχτα σου στη δική μου νύχτα.
Σηκώνεις τη φούστα, τα αθώα φτερά σου,
Και μπαίνεις στον παράδεισο αγνή.
***
They say that the humble will earn the earth,
That when we are humble the angels smile,
But we are not sure if all we earn is the humbleness,
Because we may have grown used to it.
And, anyway, the smile of the angels may be a delicatessen
For the soul,
But, for sure, not for the body.
***
Λένε ότι οι ταπεινοί θα κληρονομήσουν τη γη,
Ότι όταν είμαστε ταπεινοί, χαμογελούν οι αγγέλοι,
Μα δεν είμαστε βέβαιοι αν η ταπεινότητα είναι μόνη μας κληρονομιά
Γιατί ίσως μεγαλώσαμε εθισμένοι σε αυτήν.
Και, οπωσδήποτε, το χαμόγελο των αγγέλων μπορεί να είναι μια λιχουδιά
για την ψυχή,
Σίγουρα, όμως, όχι για το σώμα.
***
We are humble. We sell on the street umbrellas from the biblical flood,
And third hand parasols for sunny days that may not come.
We sell humbleness to the humble, because no one else wants to buy it,
And because it is the only way to earn, one day, the earth.
***
Είμαστε ταπεινοί. Πουλάμε στο δρόμο ομπρέλες από τον βιβλικο
κατακλυσμό
και από τρίτο χέρι παρασόλια για τις ηλιόλουστες μέρες που μπορεί
να μην έρθουν.
Πουλάμε ταπεινοφροσύνη στους ταπεινούς, επειδή κανείς άλλος δεν θέλει
να την αγοράσει.
Και επειδή είναι ο μόνος τρόπος να κληρονομήσουμε, μια, μέρα, τη γη.
***
We live the infinite in small doses,
With small spoons
And it is a pity
Because we don’ t feel the infinite in the infinite,
We don’t feel the infinite inside us.
***
Ζούμε το άπειρο σε μικρές δόσεις
Με μικρές γουλιές.
Και είναι κρίμα
γιατί δεν νιώθουμε το άπειρο μέσα στο άπειρο
Δεν νιώθουμε το άπειρο εντός μας.
***
In order to find people, we need a road.
And in order to make a road we need a dream,
Because roads are the dream of finding people,
And people are the dream of finding a road.
***
Για να βρούμε ανθρώπους χρειαζόμαστε ένα δρομο.
Και για να φτιάξουμε ένα δρόμο χρειαζόμαστε ένα όνειρο,
Επειδή οι δρόμοι είναι το όνειρο για να βρούμε ανθρώπους
Και οι άνθρωποι είναι το όνειρο για να βρούμε ένα δρόμο.
***
The night. The hour between sleep and no sleep, is the hour of the best ideas.
To write a poem about a second moon.
It will be nice to see the love of two moons in the middle of everything,
To let it purify us.
To write a poem, like a modern Buddist, on the sand,
Because the sand is eternal,
***
Η νύχτα. Η ώρα ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο, είναι η ώρα
με τις καλύτερες ιδέες.
Να γράψουμε ένα ποίημα για ένα δεύτερο φεγγάρι.
Θα ήταν όμορφο να δούμε τον έρωτα δυο φεγγαριών στη μέση του παντός
Να το αφήσουμε να μας εξαγνίσει.
Να γράψουμε ένα ποίημα, όπως ένας σύγχρονος Βουδιστής,
Επάνω στην άμμο,
Επειδή η άμμος είναι αιώνια.
***
The small hotel at night.
We lie by the window of old lost things,
And it makes the bodies of love even more important,
Because they remember.
***
Το μικρό ξενοδοχείο τη νύχτα
Πλαγιάζουμε δίπλα στο παράθυρο των παλιών χαμένων πραγμάτων
Και αυτό κάνει ακόμη πιο σπουδαία τα σώματα του έρωτα
Επειδή θυμούνται.
***
Poetry doesn’t say
It means,
Maybe that’s why a poem needs so few words.
***
Η ποίηση δεν λέει,
Σημαίνει.
Ίσως για αυτό ένα ποίημα χρειάζεται τόσο λίγες λέξεις.


MORE FROM THE RAQUEL ANGEL-NAGLER POEM COLLECTION